Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/49

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ45

κό της καὶ δὲν κατώρθωνε νὰ κρύψῃ τὴ στενοχώρια της. Ἕνα πρωὶ μ’ ἐπῆρεν ἐκεῖνος κατὰ μέρος νὰ μ’ ἀρωτήσῃ τί προῖκα ἐλογάριαζα νὰ τοῦ δώσω. Ὁ ἀναθεματισμένος βουλευτής, γιὰ νὰ μᾶς τὸν ἔχῃ κολλητὸ ἕως νὰ τελειώσῃ στὴ Σύρα ἡ δημοτικὴ ἐκλογή, τὸν ἄφινε νὰ πιστεύῃ πὼς κάτι μᾶς ἀπομένει. Τοῦ εἶπα τότες ἐγὼ πὼς μὲ τὲς καλὲς συμβουλὲς τοῦ συνταγματάρχη ἀπομείναμε μὲ τὸ ποκάμισο καὶ δὲν ἔχω ἄλλο νὰ τοῦ δώσω παρὰ μόνο τὴν κόρη μου καὶ τὴν εὐχή μου. Δὲν μοῦ ἔκαμε καμμιὰ παρατήρησι καὶ ἐξακολούθησε νὰ ἔρχεται στὸ σπίτι καθὼς πρῶτα. Παρατήρησα μόνο πὼς ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἄλλαξαν οἱ τρόποι του μὲ τὸ κορίτσι. Ἄρχισε νὰ φέρεται μαζί της σὰν σουλτᾶνος. Δὲν ἐπρόσεχεν εἰς τὰ λόγια του· τὴν ἔπιανεν ἀπὸ τὴν μέση καὶ τὴν ἐκυνηγοῦσε νὰ τὴν φιλήσῃ. Αὐτὰ τὰ καμώματα δὲν μᾶς ἄρεζαν διόλου. Ἐσυλλογεύμεθα ὅμως τὴ δική μας φτώχεια καὶ τὸ δικό του φοῦρνο. Ἕνα βράδυ ποὺ τὸ ἐπαράκαμνε καὶ ἤθελε νὰ τὴν καθίσῃ μὲ τὸ ζόρι ἐπάνω στὰ γόνατά του, τοῦ ξέφυγεν ἀπὸ τὰ χέρια καὶ ἔτρεξε νὰ κλειδωθῆ στὴν ἄλλη κάμαρη. Ἔφυγε καὶ ἐκεῖνος ἀγριωμένος χωρὶς νὰ μᾶς πῇ καλὴ νύκτα. Ξαναῆλθεν ὅμως τὴν ἑπομένη μέρα καὶ τὲς ἄλλες καὶ τὸ φέρσιμό του ἤτανε πλέον ἀνθρωπινό. Αὐτὸ τὸ ἐξήγησα ἐγὼ πὼς τὴν ἀγαπᾷ, καὶ πὼς εἶχε μετανοήσῃ γιὰ τὸ βάρβαρό του τρόπο. Ἐκεινῆς ὅμως ἡ ἀντιπάθεια εἶχε γίνῃ τρεμάρα. Ἐπέμενε νὰ μᾶς λέγῃ πὼς δὲν ἔχουν τὰ δυό του μάτια τὸ ἴδιο χρῶμα· καὶ ἔχανε τὴν ὄψιν της σὰν ἄκουε τὸ πάτημά του. Μετὰ μερικὲς ἡμέρες τὴν ἐπεριμέναμεν ἕνα βράδυ νὰ γυρίσῃ ἀπὸ τὸ ἐργοπτάσιο γιὰ νὰ δειπνήσουμε· ἡ ὥρα ὅμως ἐπερνοῦσε καὶ δὲν ἐφαίνοταν. Εἰς τὴν ἀρχὴ ὑποθέσαμε πὼς τὴν κρατοῦν γιὰ βιαστικὴ δουλειὰ εἰς τὸ καπελλάδικο, καθὼς ἔτυχε καὶ ἄλλη φορά· ἔπειτα ἀρχίσαμε νὰ ἀνησυχοῦμε μήπως μᾶς ἐξέκοψε γιὰ νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τὸ λοχία. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἤτανε εἰς τὸ χαρακτῆρα της, γιατὶ μᾶς ἀγαποῦσε καὶ ἦταν ἕτοιμη νὰ κάμῃ τὸ θέλημά μας. Μετὰ μισή ὥρα πῆγα νὰ τὴν ζητήσω στὸ καπελλάδικο. Μὲ εἶπαν ὅτι εἶχε φύγῇ τὴ συνειθισμένη ὥρα στὰς ἑπτά. Ἐγύρισα εἰς τὸ σπίτι ἐλπίζοντας νὰ τὴν εὕρω ἐκεῖ. Δὲν εἶχε φανῇ οὔτε ὁ λοχίας· ἐπῆγα νὰ τὸν ζητήσω εἰς τὴν στρατῶνα· δὲν ἤξευραν ποῦ ἦταν· ἐπῆγα εἰς τοῦ βουλευτῆ· εἶχε δυὸ μέρες νὰ τὸν ἴδῃ καὶ μοῦ ἔκαμε καὶ τὴν παρατήρησι πὼς δὲν εἶχεν ὁ λοχίας κανένα λόγο νὰ κλέψῃ τὸ κορί-