Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/48

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
44ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

μαρχος τῆς Σύρας καὶ ἤθελε νὰ γράψω τοῦ πεθεροῦ μου καὶ τῶν ἄλλων μου συγγενῶν νὰ ὑποστηρίξουν τὸ δικό του ὑποψήφιο στὴν ἐκλογή. Δὲν ἐπίστευα τίποτες ἀπὸ ὅσα μοῦ ὑπόσχονταν καί, μετὰ τὸ κακὸ ποὺ μοῦ ἔκαμεν, εἶχα περισσότερη ὄρεξι νὰ τὸν πνίξω παρὰ νὰ τὸν δουλέψω. Ἡμποροῦσε ὅμως νὰ μὲ κάμῃ νὰ χάσω τὴ θέσι μου, καὶ τοῦ ὑπεσχέθηκα νὰ ἑτοιμάσῳ τὰ γράμματα ἀμέσως. Τὸ ἀπόγευμα ἔστειλε νὰ τὰ πάρῃ με ἕνα υπαξιωματικό. Αὐτὸς ἦταν ὁ γαμπρός, γερὸ παλληκάρι, καλοστολισμένο ποὺ μ’ ἄρεσε πολὺ ἐμένα καὶ τῆς γυναίκας μου, ἀφοῦ μάλιστα μᾶς εἶπε πὼς ἐκληρονόμησε πέρσι ἀπὸ τὴ μητέρα του ἕνα ψοῦροο στὸ Ῥοδακιό. Δὲ ξέρω ὅμως τί εἶχε καὶ δὲν ἄρεσε τῆς κόρης μας καθόλου. Ὅταν τὴν ῥωτήσαμε, μᾶς ἀποκρίθηκε πὼς δὲν τῆς ἐφάνηκαν τὰ μοῦτρά του καλοῦ ἀνθρώπου καὶ πὼς ἔχει τὸ ἕνα μάτι πράσινο καὶ τὸ ἄλλο μαβί. Αὐτὰ μὲ ἔκαμαν νὰ θυμώσω. Τῆς εἶπα μὲ χονδρὴ φωνὴ πὼς ἕνα κορίτσι ποὺ δὲν ἔχουν οἱ γονιοί του νὰ τὸ χορτάσουν ψωμὶ δὲν πρέπει νὰ κάμῃ τὴ χαδοῦσα καὶ νὰ ψιλολογᾶ γιὰ τὸ χρῶμα των ματιῶ. Ἐχαμήλωσεν ἡ καϋμένη τὰ δικά της καὶ ἀρχισε νὰ κλαίῃ καὶ νὰ μᾶς λέγῃ ὅτι θὰ κάμῃ τὸ θέλημά μας. Ἡ μεγάλη μας συλλογὴ ἦταν ὁ Πέτρος ποὺ πρῶτα μᾶς ἔγραφε τακτικὰ καὶ τώρα μᾶς ἄφισεν ἕνα μῆνα χωρίς εἴδησι καμμία. Τοῦ ἐγράψαμε καὶ δὲν ἀπαντοῦσε· ἐξετάζαμε δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ καὶ κανένας δὲν ἤξευρε ἢ δὲν ἤθελε νὰ πῇ. Ἡ κόρη μου ἐξεφύλλιζε μαργαρίτες καὶ ἡ γυναῖκα μου ἀρωτοῦσε τὰ χαρτιὰ ποῦ βρίσκεται καὶ τί κάμνει, ἕως ὅτου ἕνας δεκανέας, ποὺ ἐγύριζεν ἀπὸ τὸ στρατόπεδο, ἦλθε μιὰ μέρα νὰ τῆς φέρῃ τὸ φυλακτό, ποὺ τοῦ κρέμασεν εἰς τὸ λαιμὸ τοῦ Πέτρου ὅταν ἐξεκίνησεν εἰς τὰ σύνορα, καὶ νὰ τῆς πῇ ὅτι δὲν ἔχει πλιὰ γυιό, πὼς τοῦ ἔκλεισεν ὁ ἴδιος τὰ μάτια ἀφοῦ ἐβασανίστηκε τρεῖς ἐβδομάδες εἰς τὸ νοσοκομεῖο. Ὁ μαντατοφόρος εἶχε πάθῃ κ’ ἐκεῖνος πυρετὸ καὶ ἦταν ἀκόμη κίτρινος σὰν τὸ θειάφι· ἐγίνετο ὅμως κόκκινος ἀπὸ τὸ θυμό, ἦταν μᾶς ἔλεγε πόσα ὑπόφεραν αὐτὸς καὶ οἱ σύντροφοί του εἰς τὴ Θεσσαλία. Καὶ τὸ σκληρότερο βάσανό τους ἦταν πὼς δὲν ἐλπίζανε πλιὰ νὰ πολεμήσουν μὲ ἄλλον ἐχθρὸ παρὰ τὸ κρύο, τὴ γύμνεια καὶ τὴ δυσεντερία. Ἀπὸ τὰ ἑπτὰ παιδιὰ ποὺ εἶχα φέρῃ στὴν Ἀθήνα δὲν μοῦ ἀπόμενε παρὰ μιὰ κόρη, καὶ οὔτ’ ἐκείνη ἐφαίνουνταν εὐχαριστημένη. Ἐπροσπαθοῦσε γιὰ τὸ χατῆρι μας νὰ περιποιηθῇ τὸν ἀρραβωνιαστι-