Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/47

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ43

τὸν ἔκλαιαν κι’ ἀναθεμάτιζαν τ’ ἁμάξια καὶ τὴν ἀστυνομία. Ὁ νεκροσκόπος μᾶς ἔλεγε πὼς ἔκαμε τὸν λογαριασμὸ καὶ πὼς ἀνάλογα τοῦ πληθυσμοῦ περισσοτέρους ἀνθρώπους σκοτώνουν οἱ ἁμαξάδες εἰς τὰς Αθήνας, παρὰ αἱ τίγρεις εἰς τὰς Ἰνδίας. Γιατί ὅμως νὰ μὴ κάμῃ τὸ κέφι του κι’ ἡ ἁμαξᾶς, ἀφοῦ ἔχει κι’ ἐκεῖνος προστασία, τὸ δικαίωμα δηλαδὴ νὰ μᾶς σακατεύῃ μὲ τὸ ἁμάξι του, καθὼς ὁ χασάπης κι’ ὁ μανάβης νὰ μᾶς ἀρρωστοῦν μὲ τὴ σαπίλα καὶ τὴν ἀποφορά τους; Ἀξαπλώνοντας τὸ πέμπτο μου παιδὶ κοντὰ εἰς τ’ αδέλφια του, ἐσυλλογούμουν μὲ πίκρα καὶ μὲ καϋμό, πὼς εἰς τὸ νεκροταφεῖον τῆς Βάθειας δὲν θὰ εἶχα οὔτε κἂν τὴν παρηγοριὰ νὰ σκάψω τὸ λάκκο κανενὸς ὑπουργοῦ, βουλευτῆ, νομάρχη, δημοτικοῦ συμβούλου, ἢ ἄλλου προστάτη τῶν φονιάδων, γιατὶ ὅλους αὐτοὺς τοὺς πηγαίνουν εἰς τὸ ἀρχοντικὸ νεκροταφεῖο. Τὸν ἀκόλουθο χρόνο τὸν ἐπεράσαμε πλέον ἥσυχα. Ἔβλεπα μόνο τη γυναῖκα μου ν’ ἀναστενάζῃ κόπτοντας μεγαλείτερα κομμάτια ψωμὶ εἰς τὰ παιδιὰ ποὺ μᾶς ἀπόμεναν. Ἐσυλλογούνταν ἡ δύστυχη πὼς τὸ παραπάνω ἦταν τὸ μερδικὸ τῶν ἀποθαμένων. Ἡ κόρη μας εἶχε μεγαλώσῃ καὶ ἔφθασε στὴν ὠμορφιὰ τῆς μάννας της, καθὼς ποὺ ἦταν τὸν καιρὸ ποὺ σ’ ἐξετρέλλαινε στὴ Σύρα. Μόνο ποὺ ἡ κόρη θὰ σοῦ ἄρεσε ὀλιγώτερο, γιατὶ αυτὴ ἦταν λιγόλογη καὶ σεμνὴ σὰν εἰκόνα. Τὴν εἶχαμε βάλῃ σ’ ἕνα ἐργοστάσιο γυναικήσιω καπέλλω καὶ μᾶς ἔφερνε εἴκοσι δραχμὰς τὸ μῆνα καὶ κάτι περισσότερες ὁ μοναχογιός μου ὁ Πέτρος, ποὺ εἶχε γίνῃ στοιχειοθέτης. Μ’ αὐτὰ καὶ τὴ νεκροθαπτική μου καταφέρναμε νὰ ζοῦμε. Ἐφρόντιζα καὶ σὲ κάθε λείψανον νὰ γεμίζω τὲς τσέπες μου παξιμάδια. Ἦλθεν ὅμως ἡ ἐπιστράτευσι καὶ μᾶς ἐπῆραν τὴν Πέτρο νὰ τὸν στείλουν νὰ ἑτοιμασθῇ γιὰ πόλεμο στὴ Θεσσαλία. Ἐμεῖς ἐκλαίγαμε, ἐνῷ αὐτὸς ἦτο κατενθουσιασμένος καὶ δὲν ὠνειρεύουνταν ἄλλο παρὰ δόξες, γαλόνια, σκοτωμοὺς πασσάδων καὶ χανούμισσες μὲ διαμάντια. Τὸν συνταγματάρχη εἶχα χρόνο νὰ ἰδῶ καὶ προσπαθοῦσα νὰ τὸν ξεχάσω, ὅταν μοῦ μήνυσε ἕνα πρωὶ νὰ περάσω ἀπὸ τὸ σπίτι του γιὰ μιὰ ὑπόθεσι σπουδαία. Εἶχε καὶ πάλι ὁ μασκαρᾶς εἰς τὸ στόμα τὸ ζαχαρένιο χαμόγελο καὶ τὰ γλυκὰ λόγια τῆς Σύρας. Μοῦ ἔκαμε παράπονα πὼς τὸν ξεχνῶ, ἐνῷ αὐτὸς δὲν ἔπαυσε νὰ μ’ ἀγαπᾷ πὼς ἐλπίζει να μοῦ εὕρῃ γρήγορα καλλίτερη θέσι καὶ ἔχει ἕτοιμο τὸ γαμπρὸ ποὺ μοῦ εἶχεν ὑποσχεθῇ. Αὐτὰ ἐσήμαναν πὼς ἀπέθανεν ὁ γέρω Δή-