Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/46

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
42ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

φρακτὴ ἢ ἄφρακτη μάνδρα, ὁ ἀπόπατος ὅλης τῆς γειτονιᾶς! Ποῦ ὅμως νὰ πᾶνε ὅσοι πηγαίνουν ἐκεῖ, ἀφοῦ οἱ γιατροσύνεδροι, οἱ ἀρχιτέκτονες, οἱ ἀστυνόμοι, οἱ δήμαρχοι καὶ οἱ νομάρχαι σας θεωροῦν ὅλοι τ’ ἀναγκαῖα περιττά; Ἀντίκρυ μου ἔχω ἕνα χασάπη ποὺ σφάζει στὴ μέση τοῦ δρόμου ζῷα μικρὰ καὶ μεγάλα, γίδια, πρόβατα καὶ βιδέλα, καὶ τρέχουν πάντοτες δύο ποταμοί, ὁ ἕνας κόκκινος ἀπὸ αἷμα, καὶ ὁ ἄλλος πράσινος ἀπὸ κοπριὰ καὶ χολή. Φωνάζουν οἱ γειτόνοι, μὰ τί μπορεῖ νὰ κάμῃ ἡ ἀστυνομία, ἀφοῦ εἰς τὸν τοῖχο τοῦ χασαπιοῦ εἶνε κρεμασμένα χαντζάρια, γιαταγάνια κάμες, πάλες καὶ κουμπούρες; Τέλειο ὁπλοστάσιο καὶ στὴ μέση ἡ εἰκόνα τοῦ Πρωθυπουργού δαφνοστεφανωμένη, σὰν νὰ σοῦ λέγῃ ὅτι ἔχει ὁ φίλος του τὴν ἄδεια νὰ μᾶς φέρῃ λοιμική· καὶ ἂν τοῦ κάμῃ κανένας παρατήρηση, νὰ τὸν σφάξῃ κ’ ἐκεῖνον, καθὼς τὰ πρόβατα καὶ τὰ βιδέλα, γιὰ νὰ μάθουν οἱ ἄλλοι νὰ σωπαίνουν. Παραπέρα εἶνε μιὰ ἀποθήκη κακογδαρμένα τομάρια, ποὺ ἀναγκάζουν νὰ φράξῃ τὴ μύτη του οποίος δὲν ἔχει σινάχι Ἄλλη πληγὴ εἶνε ὁ μπακάλης καὶ χειρότερο γουροῦνι ὁ μανάβης. Καὶ δὲν εἶνε ἕνας ἢ δυό, ἀλλὰ εἴκοσι, πενήντα, ἑκατό, ὅλοι μὲ προστασία καὶ τόση μάλιστα, που ἕνα καλοκαῖρι, ποὺ ἔτυχε νὰ εἶνε ὀλιγώτερο ἢ χειρότερο τὸ νερό, μᾶς ἐπλάκωσε κοιλιακὸς τύφος καὶ ἄρχισαν νὰ πεθαίνουν σὰν τὲς μυῖγες τὰ παιδιά. Τέσσαρα δικά μου ἔθαψα τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο σ’ ἐκείνη τὴ γωνιά, κοντὰ στὸ μνῆμα τοῦ Γενναδίου, ἐκεῖ ποὺ ἐκαμάρωνες τὴν ἄσπρη γαρουφαλιά.»

«Ἐκεῖ», τοῦ εἶπα, «ἐμέτρητα τέσσερα σταυρουδάκια κολλητά.»

«Ἔχε λίγη ὑπομονή. Ακόμη δὲν εἴχαμεν ἀποκλάψῃ τὰ τέσσαρα παιδιά, ὅταν γυρίζοντας ένα μεσημέρι ἀπὸ τὴ δουλειά μου βλέπω ἀπὸ μακρυά, ἐμπρὸς στὴν πόρτα του σπιτιού μας κόσμο πολύ. Ἄνδρες, γυναῖκες καὶ κόκκινες στολὲς κλητήρων. Ἄρχισα νὰ τρέμω καὶ ἔπειτα να τρέχω. Ἐσίμωσα καὶ τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ εἶδα ἦταν ἡ γυναῖκά μου, σωριασμένη κατὰ γῆς, ἀνάμεσα σὲ δυὸ γειτόνισσες, ποὺ τὴν ἔτριβαν μὲ ξίδι νὰ τὴν ξελιγοθυμήσουν, καὶ στὸ πλάγι της ἕνα ἄλλο ἀναίσθητο καταματωμένο σωρό. Ὁ σωρὸς ἦταν ὁ Γιάννης μου, ἐκεῖνος ποὺ μ’ ἔλεγε πὼς θὰ κάνῃ ὑπότροφο ὁ βουλευτής. Τὸν εἶχε στείλῃ ἡ μάνα του νὰ ψουνίσῃ καὶ τὸν ἑπλάκωσεν ἕνας ἁμαξᾶς, ποὺ ἔτρεχε σὰν κυνηγημένος λαγὸς σὲ στενό δρόμο γεμάτο κόσμο. Ὁ Γιάννης πέθανε μετὰ δύο ώρες. Ὅλοι