Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/45

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ41

γε, ἔμαθα πὼς κηπουρὸς δὲν πάει νὰ πῇ περιβολάρης, καθὼς ἐνόμιζα, μόνο νεκροθάπτης. Ἡ τέχνη δὲν μοῦ ἄρεσε καθόλου. Ξέρεις, πὼς ἐμεῖς οἱ Συριανοὶ δὲν ἀγαποῦμε νὰ ἔχωμε πολλὰ ἀνακατώματα μὲ τοὺς ἀποθαμένους καὶ τὸ βράδυ ἀλλογυρίζουμε, γιὰ νὰ μὴν περάσωμεν ἀπ’ ἐμπρὸς ἀπὸ νεκροταφεῖο. Τὲς σαβανώστρες καὶ τοὺς νεκροθάπτες τοὺς φέρνουμε ὅλους ἀπὸ ἔξω, ἀπὸ τὴ Μύκονο ἢ τὴ Σαντορίνη, γιατὶ παρὰ νὰ μαλάζῃ νεκροκρέββατα καὶ κουφάρια θὰ προτιμοῦσε κι’ ὁ πιὸ ξεπεσμένος Συριανὸς νὰ μαζεύῃ καβαλίνα. Ἐφοβούμουν μὴ μὲ συχαθῇ καὶ ἡ γυναῖκά μου. Αὐτὴ ὅμως δὲν ἐσυλλογίζουνταν τώρα ἄλλο παρὰ ψωμὶ γιὰ τὰ παιδιά της καὶ μὲ ἐβίαζε νὰ δεχθῶ. Τὸν πρῶτο καιρὸ ὑπόφερα πολύ. Σκάπτοντας τὴ μαύρη ἐκείνη γῆ τοῦ νεκροταφείου, τὴ γεμάτη κόκκαλα καὶ σάπια σανίδια, δὲν μποροῦσα νὰ μὴ θυμηθῶ τὸ κόκκινο χῶμα τοῦ βουνοῦ μου, ποὺ μύριζε θυμάρι, τὲς ῥοδιές, τὸ κοτέτσι, τὰ γουρούνια καὶ τ’ ἄλλα ποὺ ἤτανε ὅλα δικά μου. Ἀπὸ νοικοκύρης νεκροθάπτης. Ἄσχημη ἀλλαξιά! Ὁ πρῶτος ποὺ μοῦ ἔλαχε νὰ κατεβάσω εἰς τὸ λάκκο, ἤτανε ἐκεῖνος ἐκεῖ κάτω ὁ Κασμαζῆς ποὺ ἐκύτταζες τὴ φωτογραφία του, μοναχογυιὸς εἴκοσι χρονῶν. Ἡ μάννα του ἔκλαιε σὰν ἐλαφίνα. Ἐφούσκωσαν καὶ τὰ δικά μου μάτια καὶ μὲ περιγελούσαν οἱ φανοφόροι καὶ οἱ παπάδες. Τὴν νύκτα ἐφοβούμουν νὰ μείνω μονάχος· ἔβλεπα στὸν ὕπνο μου ἐκείνους ποὺ εἶχα θάψῃ καὶ τὸ ψωμὶ ποὺ ἔτρωγα μοῦ φαινότανε πὼς μυρίζει λιβάνι. Μὲ τὸν καιρὸν ὅμως ἐσυνείθετα νὰ μὴ σκιάζωμαι τοὺς ἀπεθαμένους καὶ νὰ λυποῦμαι λιγώτερο τους ζωντανούς.»

«Ὥστε», τοῦ εἶπα, «εἶσαι τώρα πλέον εὐχαριστημένος;»

«Εὐχαριστημένος!» ἀνέκραξεν ὁ Ζώμας, τοῦ ὁποίου ἤστραψε καὶ πάλιν τὸ βλέμμα. «Ἄκουσε νὰ μάθῃς καὶ τ’ ἄλλα. Γιὰ νὰ εἶμαι πιο κοντὰ στὴ βρωμοδουλειά μου καὶ νὰ πλερώνουμε καὶ λιγώτερο νοῖκι, ἐκουβαληθήκαμε ἀπὸ τὸ βουνήσιο καλύβι μας τοῦ Ραγκαβᾶ, ὅπου ἦταν τουλάχιστο τὸ ἀγέρι καθαρό, σ’ ἕνα σοκάκι τῆς Βάθειας, κοντὰ εἰς τὸ παλαιὸ γεφύρι. Περιπαίζετε τοὺς Ζιῶτες καὶ καὶ τοὺς Συριανοὺς πὼς κοιμοῦνται ἀγκαλιὰ μὲ τὰ γουρούνια. Πές μου ὅμως ἂν εἶδες ἐκεῖ χειρότερα γουρουνοχώρια ἀπὸ τοὺς φτωχικοὺς μαχαλάδες τῶν Ἀθηνῶν ἢ ἄλλη τέτοια Βάθεια πουθενά; Τὴ καλοκαίρι σκόνη μὲ τὴν κουτάλα· νερομαζώματα καὶ λάσπη ὡς τὰ γόνατα ἅμα στάξῃ ὁ οὐρανός, καὶ σὲ κάθε δρόμο μιὰ