Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/44

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
40ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

καὶ νὰ μὴ μπορῇς νὰ τοὺς βοηθήσῃς. Ἕνα πρωὶ τέλος πάντων εἶδα στὴν ἐφημερίδα ὅτι ἐγύρισεν ὁ συνταγματάρχης ἀπὸ τὴν Θεσσαλίαν κ’ ἐτράβηξα ὁλοΐσια εἰς τὸ σπίτι του. Ἦταν δέκα ἡ ώρα καὶ τὸν εὑρῆκα ἀκόμη εἰς τὸ στρῶμα, μακάριο καὶ ροδοκόκκινο, μὲ κεντητὸ φεσάκι απάνω στὴ φαλάκρα του. Ἀπόπινε τὸν καφέ του κ’ ἔπαιζε μ’ ἕνα γάτο. Ἐφάνηκε σὰν νὰ δυσκολεύεται νὰ μὲ γνωρίσῃ, καὶ δὲν εἶχε καὶ πολὺ ἄδικο. Ἡ στέρησι καὶ ἡ ἀγρυπνιὰ μὲ εἶχαν κάμῃ νὰ λυώσω σὰν τὸ κερί. Εἶχα καταντήσῃ ὁ μισὸς καὶ δὲν ἤμουν πλιὰ καλὸς οὔτε γιὰ χαμάλης. Ἡ δυστυχία μὲ εἶχε κάμῃ καὶ ταπεινό. Σιγά - σιγά, καὶ μὲ καλὸ τρόπο, γιὰ νὰ μὴ θυμώσῃ, ἄρχισα νὰ τοῦ ἀραδιάζω ὅσα εἶχα νὰ τοῦ πῶ. Αὐτὸς ὅμως ἐξακολουθοῦσε νὰ προσέχῃ πολύ περισσότερο εἰς τὰ παιχνίδια τοῦ γάτου παρὰ εἰς τὰ δικά μου λόγια. Τότε μ’ ἐπῆρεν ὁ θυμός. Ἄρπαξα τὸ γατὶ ἀπὸ τὸ λαιμό, τὸ ἐτίναξα εἰς τὴν ἄλλη ἄκρη τῆς κάμαρας καὶ ἄρχισα νὰ μιλῶ δυνατά. Πὼς μὲ τὲς μετοχές του καὶ μὲ τὲς ψευτιές του, μὲ τὲς θέσεις, τὲς ὑποτροφίες καὶ τοὺς γαμπρούς του, μᾶς ἄφισε γυμνοὺς σὲ ξένο τόπο, πὼς μᾶς ἀφάνισε, πὼς μ’ ἐρήμαζε, πως πεινοῦμε καί, ἂν δὲν κάμῃ τίποτε γιὰ μένα, θὰ τοῦ χώσω τὸ λάζο στην κοιλιὰ καὶ ἔπειτα θὰ πάω νὰ πέσω στὴ θάλασσα μὲ μιὰ πέτρα στὸ λαιμό. Ἐνῷ ἐζητοῦσε νὰ μὲ ἡσυχάσῃ, ἄνοιξεν ή πόρτα καὶ ἐμπῆκεν ἕνας μεσόκοπος καμαρωμένος καὶ γελαστός, μὲ ὅμορφη χωρίστρα, μὲ μόσχο εἰς τὸ μαντήλι καὶ χείλια χονδρὰ σὰν ἀράπης. Ὁ συνταγματάρχης τὸν ἔκραξε σιμά του, ἄρχισαν νὰ κρυφομιλούν, κ’ ἔπειτα γυρίζει καὶ μοῦ λέγει: «Πήγαινε ἀπόψε στὰς πέντε νὰ εὕρῃς τὸν κύριον δημοτικὸν σύμβουλον, ποὺ ἔχει θέσι γιὰ σένα.» Φαντάζεται ὅτι δὲν ἔλειψα. Ὁ κύριος δημοτικὸς σύμβουλος μ’ ἀρώτησεν ἂν γνωρίζω ὀλίγην κηπουρικήν, καί, ἀφοῦ τοῦ εἶπα πὼς αὐτὴ εἶνε ἡ δουλειά μου, μ’ ἔβαλε σ’ ἕνα ἁμάξι καὶ μὲ ἔφερεν εἰς τὸ ἀντικρυνὸ καφενεῖον ἡ Ματαιότης. Ἐκεῖ ἐφώναξεν ἕνα παπᾶ καὶ ἕνα φουστανελᾶ, μ’ ἐσύστησεν εἰς αὐτούς, μοῦ εἶπε πὼς ἡ ὑπόθεσίς μου εἶνε τελειωμένη, πὼς θὰ ἔχω ἑξῆντα δραχμὰς τὸν μῆνα, ἴσως καὶ τυχερά, καὶ νὰ ὑπάγω αὔριον τὸ πρωΐ ν’ ἀναλάβω τὰ καθήκοντά μου κηπουροῦ. Εἶχε σκοτεινάσῃ καὶ ἀπὸ κεῖ ποὺ ἤμαστε δὲν ἔβλεπα παρὰ μερικὰ δένδρα ἀπ’ ἐπάνω ἀπὸ ἕνα τοίχο. Έφανταζόμενα πὼς αὐτὸ ἤτανε περιβόλι καὶ μόνον τὴν ἄλλη μέρα, ὅταν ἐπῆγα ν’ ἀναλάβω τὰ καθήκοντα, ὡς τὰ ἔλε-