Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/43

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ39

πέντε λεπτά. Ποῦ ὅμως τόπος γιὰ περίπατο εἰς τὴν τρύπα ὅπου είμαστε στιβασμένοι ὁ ἕνας ἀπάνω στὸν ἄλλο; Γιὰ νὰ μὴν κόψω εἰς τοὺς δικούς μου τὸν ὕπνο, ἀφοῦ τοὺς ἐλιγόστεψα τὸ ψωμί, ἐπερίμενα νὰ κοιμηθοῦν, κ’ ἔπειτα ἔβγαινα νὰ ξεθυμάνω εἰς τὰ ἐρημοτόπια τριγύρω τῆς καλύβας μας. Ἦταν Γεννάρης, κι’ οὔτε κρύο ἐνοιωθα, οὔτε βροχή, οὔτε κούρασι καμμιά, ἀφοῦ ἐξενύκτιζα εἰς τὰ βσυνά. Μ’ ἔτρωγεν ἡ ἀνησυχία τοῦ τί θὰ γίνωμεν καὶ ἡ φοῦρκα, ὅταν ἐσυλλογούμουν πὼς εἴκοσι χρόνια ξυπνοῦσα πρὶ φέξῃ, μὲ τὴ ψύχρα καὶ τὴ φουρτούνα, γιὰ νὰ μαζέψω μία - μία μὲ τὸ ψάρεμα καὶ τὸ σκάψιμο τὶς λίγες χιλιάδες δραχμὲς ποὺ μὲ ἔφαγαν οἱ ἀχρεῖοι σ’ ἕνα μῆνα. Μιὰ νύκτα μ’ ἐπαραμόνευεν ἡ γυναῖκά μου ὀπίσω ἀπὸ τὴν πόρτα, κι’ ὅταν ἐγύρισα τὴν αὐγή, ἄρχισε νὰ μὲ βρίζῃ πὼς παίζω καὶ παραλῶ. Ἀναγκάστηκα τότε νὰ τῆς τὰ πῶ ὅλα. Ἔπειτα τὸ μετάνιωσα, γιατὶ πάλι καλλίτερες ἤτανε οἱ βρισιὲς παρὰ τὰ κλάματα τῆς δυστυχισμένης. Ἕνα - ἕνα ἀποπουλήσαμε τὰ λίγα πράγματα ποὺ μᾶς ἀπέμεναν, τὰ χαλιά, τοὺς τετζερέδες, τὰ καλὰ ῥοῦχα καὶ αὐτὸ τὸ χρυσοκέντητο νυφικό μας πάπλωμα. Σοῦ εἶπα πὼς δὲν γνώριζα κανένα. Ἀφοῦ τοῦ κάκου ἐγύρεψα ἄλλη δουλειά, ἐπῆρα ἕνα σχοινί, ὄχι νὰ κρεμασθῶ, κ’ ἐπῆγα νὰ σταθῶ ἐμπρὸς εἰς τὴν Καπνικαρέα μὲ τοὺς Μανιάτες. Ὁ πρῶτης τῆς Σύρας λεβέντης ἔγινα χαμάλης! Μὲ τὰ λίγα ποὺ ἐκέρδιζα κατώρθωνα νὰ μὴν πεθάνωμεν, ὄχι ὅμως καὶ νὰ μὴ πεινοῦμεν. Ἐπείνασες σὺ ποτέ σου;»

«Πολλές φορές, ὅταν δὲν ἤξερα τὸ μάθημά μου καὶ μ’ ἄφινεν ὁ δάσκαλος νηστικό.»

«Μὴ χωρατεύης μὲ τὴ δυστυχία. Πεῖνα θὰ πῇ δυὸ μουχλὰ ψωμιὰ ἀπὸ τὸ μπαγιατοπάζαρο γιὰ ἐννέα ἀνθρώπους. Τὸ μισὸ τοῦ μισοῦ ἀπὸ ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ χορτάσουν, ὅταν μαζὶ μὲ τὸ ψωμὶ δὲν τρῶνε ἄλλο τίποτες παρὰ ἀγριόρροκες καὶ φασκόμηλα ποὺ ἐμάζευαν τὰ παιδιὰ εἰς τὸ βουνό. Ὅποιος δὲν χορταίνει ἀργεῖ νὰ κοιμυθῇ καὶ δὲν ἔχει ἥσυχο ὕπνο. Πολλὲς φορὲς τ’ ἄκουα νὰ παραμιλοῦν ὡσὰν νὰ ὠνειρεύουνταν μεγαλύτερα κομμάτια ψωμί.»

«Τὸ ὄνειρα τοῦ ψωμιοῦ τὸ ἐπῆρες ἀπὸ τὴν ‟Κόλασι” τοῦ Δάντε.»

«Τὸ Δάντε δὲν τόνε ξέρω. Ξέρω μόνο πὼς δὲν ὑπάρχει χειρότερη κόλασι, παρὰ νὰ βλέπῃς νὰ ὑποφέρουν ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαπᾷς