λοῦσεν ἑλληνικά. Ἀπ’ αὐτὸν ἔμαθα ὅτι ‟ὁ κύριος συνταγματάρχης ἀπεστάλη ὑπὸ τῆς Βουλῆς εἰς τὴν Θεσσαλίαν πρὸς μελέτην τῶν ὑδραυλικῶν ἔργων καὶ θὰ διατρίψῃ ἐκεῖσε ἕνα μῆνα καὶ περισσότερον”. Ἕνα μῆνα! ἐνῷ εἶχα καταντήσῃ νὰ μετρῶ εἰς τὰ δάκτυλα τὲς ἡμέρες ἀκόμη καὶ τὲς ὧρες! Τὸ ἀπόγευμα ἐπούλησα μὲ τὸ ζύγι τὸ ὀλίγο μας ἀσημικό, ξεχρώστησα τὸν ξενοδόχο κ’ ἐπήγαμε νὰ καθίσωμε σ’ ἕνα χαρβαλωμένο καλύβι ποὺ νοίκιασα δεκαπέντε δραχμὲς τὸ μῆνα κοντὰ εἰς τὸ Αστεροσκοπεῖο. Μᾶς ἀπόμειναν οἱ τριάντα σιδηρόδρομοι. Μὰ αὐτοὺς εἴχαμε κάμῃ τάξιμον νὰ μὴ τοὺς ἀγγίξωμεν, νὰ τοὺς φυλάγωμε γιὰ προῖκα τῶν κορῶν μας. Ἔτυχεν ὅμως ν’ αρρωστήσῃ ἡ μεγάλη καὶ νὰ χρειασθῇ γιατρό, ζουμί, στρῶμα, φανέλλα καὶ σκεπάσματα ζεστά. Ἐσυλλογιστήκαμε τότε πὼς κάλλια πάλι ἤτανε νὰ λιγοστέψῃ ἡ προῖκά της παρὰ νὰ τὴν πάρῃ ὁ χάρος, ἂς εἶνε καὶ χωρὶς προῖκα. Ἔβγαλα μὲ βαρειὰ καρδιὰ τρεῖς μετοχὲς ἀπὸ τὴν κασέλα μου νὰ δώσω νὰ τὶς πουλήσουν εἰς τὸ Χρηματιστήριον. Ἐμπρὸς εἰς τὴν πόρταν ἦταν ἕνας μαυροπίνακας μὲ τὶς τιμὲς τοῦ χαρτιοῦ, καὶ οἱ σιδηρόδρομοι ἤτανε σημειωμένοι δραχμὲς ἑκατὸν δέκα πέντε! Ἔμεινα ἀποσβλωμένος. Οὔτε τὸ μισὸ τῆς τιμῆς ποὺ τοὺς εἶχα πάρῃ πρὸ δύο μῆνες! Ἀρώτησα ἕνα μεσίτη, ἐλπίζοντας ἀκόμη πὼς μ’ ἐγέλασαν τὰ μάτια μου ἢ πὼς εἶνε στὸν πίνακα λάθος. ‟Δὲν εἶνε, μοῦ εἶπε, λάθος, μόνον εἶνε ἡ χθεσινή των τιμή. Σήμερα ἔχουν μόνον ἐνενῆντα”. Ὁ ἄνθρωπος μὲ εἶδε τόσο χλωμό ποὺ μὲ ἐλυπήθηκε καὶ μ’ ἐπῆρε εἰς τὸ πλαγινὸ καφενεῖο νὰ πιῶ ἕνα ρακί. Ἐκεῖ μέσα σύχισι καὶ βοὴ πολλή. Ἄλλοι ἔλεγαν πὼς εἶνε πανικὸς καὶ πὼς θὰ περάσῃ, καὶ ἄλλοι πὼς οἱ σιδερόδρομοι καὶ τ’ ἄλλα χαρτιὰ τοῦ Γούστα δὲν αξίζουν τίποτε καὶ θὰ καταντήσουν γρήγορα εἰς τὸ τίποτις. Τρεῖς ὅλες ἑβδομάδες ἤρχόμουν πρωὶ καὶ βμάδυ εἰς τὸ χρηματιστήριο νὰ ἰδῶ τί τρέχει. Ἡ καρδιά μου κτυποῦσε σὰν κουδοῦνι καὶ προτοῦ νὰ σηκώσω τὰ μάτια εἰς τὴν πίνακα ἔκανα τὸ σταυρό μου καὶ ἔταζα κερὶ εἰς ὅλους τοὺς ἁγίους νὰ μὲ ἀξιώσουν νὰ ἰδῶ σημειωμένη καλλίτερη τιμή. Τίποτις ὅμως δὲν ὠφελοῦσεν. Ἀπὸ ἐνενῆντα δραχμὲς ἐξέπεσαν τὴν ἄλλη μέρα εἰς ὀγδοῆντα δύο, κ’ ἔπειτα ἑβδομῆντα, πενήντα, σαράντα, εἴκοσι, ἕως ὅτου δὲν τοὺς ἤθελε πιὰ κανένας σὲ καμμιὰ τιμή. Δὲ σοῦ λέγω τί νύκτες περνοῦσα. Δὲν κατώρθωσα ὄχι να κοιμηθῶ ἀλλ’ οὔτε κἂν νὰ σταθῶ στὸν ἴδιο τόπο
Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/42
Εμφάνιση
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
38ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ