Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/41

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ37

δοχεῖο κ’ ἔτρεξα νὰ εὕρω βουλευτή. Ὕστερα ἀπὸ τὴν τόση ἀγάπη τῆς Σύρας ἐπερίμενα πὼς θὰ μὲ φιλήσῃ. Μὰ εἰς τὴν Ἀθήνα εἶχε γίνει σοβαρός. Μοῦ εἶπεν ὅτι «ἡ θέσις τῶν ὑπουργικῶν βουλευτῶν εἶνε δύσκολος διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀπαιτήσεων», θὰ προσπαθήσῃ ὅμως νὰ μοῦ εὕρῃ μίαν μικρὰν θέσιν καὶ νὰ περάσω μετὰ ὀκτὼ μέρες. Αὐτὰ ξερὰ - ξερά, καὶ οὔτε ἕνα κάθισμα, οὔτε ἕνα τσιγάρο, οὔτε τί κάμνει ή γυναῖκά σου, οὔτε ἕνα λόγο γιὰ τὴν ὑποτροφία τοῦ γυιοῦ μου ἢ τῆς κόρης μου τὸ λοχία. Ἤθελα νὰ μείνω λιγάκι μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ τὰ θυμηθῆ, εἶχεν ὅμως πολλὴν ἐργασίαν. Τὸν ἀποχαιρέτησα μὲ βαρειὰ καρδιὰ καὶ ξαναπῆρα μετὰ ὀκτὼ μέρες. Μοῦ εἶπαν πὼς ἤτανε εἰς τὴ Βουλή, τὴν ἄλλη μέρα εἰς τὴ στρατιωτικὴ Λέσχη, καὶ τὴν ἑπομένη δὲν ξέρω ποῦ. Τρεῖς ὅλαις ἑβδομάδες ἐπήγαινα πρωὶ βράδυ εἰς τὸ σπίτι του καὶ μόνο δυὸ φορὲς ἀξιώθηκα νὰ τοῦ μιλήσω, χωρὶς νὰ ἐπιτύχω νὰ τοῦ βγάλω ἀπὸ τὸ στόμα ἄλλο τίποτε παρὰ μόνο πὼς φροντίζει καὶ νὰ ἔχω ὑπομονή. Πῶς ὅμως μποροῦσα νὰ ἔχω ὑπομονή, ἐνῷ εἶχα ἑπτὰ παιδιὰ νὰ ταγίσω; Εἰς τὸ βρωμόχανο ὅπου ἐκονεύαμεν μοῦχλα, στενοχώρια, κορέοι, φαγὶ μὲ ξύγκι καὶ ἔξοδα δέκα δραχμὰς τὴν ἡμέρα. Ἡ ἀλήθεια εἶνε ὅτι ἤμαστε καὶ ἐννέα ἀνομάτοι, ὅλοι μὲ γερὰ δόντια. Ἐπέρασαν ἄλλες δέκα πέντε μέρες χωρὶς τίποτις νὰ γίνῃ. Τὰ λίγα μου χρήματα ἐτελείωσαν καὶ εἶχα χρέος εἰς τὸ ξενοδοχεῖον. Ἡ μεγαλείτερη ὅμως σκάση μου ἦταν ὅταν ἔβλεπα εἰς τὰς ἐφημερίδες, πὼς οἱ ἄλλοι Συριανοί κομματάρχες εἶχαν ὅλοι διορισθῇ, ἄλλος ἀστυνόμος, ἄλλος εἰσπράκτορας, ἄλλος ζυγιστὴς εἰς τὸ τελωνεῖο καὶ ὁ μασκαρὰς ποὺ ἔδειρα, τροφοδότης εἰς τὸ Λαζαρέτο. Μόνο ή δική μου σειρὰ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἔλθῃ. Τοῦτο μοῦ τὸ ἐξήγησεν ἕνα πρωὶ ὁ ξενοδόχος. «Ἐκείνους, μοῦ εἶπε, ποὺ μένουν εἰς τὴν Σύρα, τοὺς ἔχει ἀνάγκη γιὰ τὴν ἐπιρροήν του, ἐνῷ σὺ ἐδῶ τί καλὸ ἢ κακὸ μπορεῖς νὰ τοῦ κάμης, ἔρημος τὸ ξένο τόπο. Πολὺ φοβοῦμαι πὼς σὲ περιπαίζει». Ὅταν τὸ ἤκουσα τὸ αἷμά μου ἤρχισε νὰ βράζῃ καὶ ἔτρεξα εἰς τοῦ βουλευτῆ μὲ τὴν ἀπόφασιν νὰ τοῦ ὁμιλήσω παλληκαρίσια, νὰ τοῦ πῶ πὼς δὲν μπορῶ πλιὰ νὰ περιμένω, γιατὶ ἐσώθηκε τὸ χαρτζιλῆκί μου καὶ ἡ ὑπομονή μου. Πηγαίνοντας ἑτοίμαζα τὸ λόγο μου καὶ ἀνέβηκα δύο - δύο τὰ σκαλοπάτια νὰ τοῦ τὸν ξεφωνήσω. Εὑρῆκα τὸ σπίτι ἄδειο, τὰ παράθυρα ἀνοικτὰ καὶ μόνον ἕνα ἀξυπόλητο στρατιώτη, ποὺ ἔσφουγγάριζε τὰ πατώματα κ’ ἐμι-