Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/40

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
36ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

Χρηματιστήριον ὁ ἀνταποκριτὴς ἑνὸς κάποιου Γούπα ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Ἀπ’ αὐτὲς θὰ ἔπαιρνα διάφορο δέκα τὰ ἑκατό, θὰ εἶχα καὶ τὴ θέση μου καὶ θὰ ἐπάντρευα τὴν κόρη μου μ’ ἕνα ἐπιλοχία ποὺ εἶχε κ’ ἐκεῖνος τὸ δικό του. Αὐτὰ μοῦ ἐτσαμπούνιζεν ὁ καλοθελητής μου, ποὺ ἀνάθεμα τὸ σύννεφο ποὺ μοῦ τὸν ἐξέρασε στὸ πτωχικό μου. Ἔγειναν τέλος πάντων ἡ ἐκλογὲς καὶ ἐπέτυχεν ὁ δικός μας τελευταίος ὅμως καὶ μόνον μ’ ἐννηὰ ψήφους παραπάνω ἀπ’ ἐκεῖνον ποὺ ἤρχονταν κατόπιν του…»

«Τὸν ἐπιλαχόντα.»

«Καθὼς τὸν λές. Ἡμπορῶ λοιπὸν νὰ πῶ χωρὶς νὰ καυχηθῶ, πὼς ἂν ἔλειπαν οἱ δικοί μου, αὐτὸς θὰ ἦτο ἐπιλαχών. Τὴν ἡμέραν ποὺ ἐπῆγα νὰ τὸν ἀποχαιρετήσω εὑρῆκα ἐκεῖ πολὺ κόσμο, ἀγροφύλακες, δασκάλισσες, ταμπάκηδες, φαναρτζῆτες, διάκους, καντηλανάφτες, σκουπιδοξύστες, καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν μπόγια τῶν σκυλιῶν. Ὁ βουλευτὴς ἐκρατοῦσεν ἕνα κατάστιχο κ’ ἐσημείωνε τὰ ὁνόματα καὶ τί ζητοῦσεν ὁ καθένας. Ὅταν ἦρτεν ἡ δική μου σειρὰ μοῦ εἶπεν ὅτι δὲν τοῦ περισσεύει τίποτε καλὸν εἰς τὴν Σύρα καὶ νὰ πάγω νὰ μὲ βολέψῃ καλλίτερα εἰς τὰς Ἀθήνας. Ἐγὼ θὰ προτιμοῦσα τὴ Σύρα, ὅπου μὲ ἤξεραν ὅλοι, μ’ ἐθάμπωνεν ὅμως ἡ ἀνωτέρα θέσι καὶ τὰ γαλόνια τοῦ λοχία. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μέρα ἤρχισα νὰ τρέχω γιὰ νὰ ξεκάμω τὸ κτῆμα, τ’ ὀρθιναριό, τὰ γίδια καὶ τὰ γουρούνια μου. Ἐχρειάσθηκεν ὅμως ἕνας μῆνας γιὰ νὰ εὕρω μουστερῆδες, γιατί τότες ἤθελαν ὅλοι χαρτιὰ καὶ κανένας δὲν ἐγύριζε νὰ δῇ χωράφια. Ἐξεκαθάρισα τέλος πάντων ὀκτὼ χιλιάδες δραχμάς, ἐπαράλαβα τοὺς τριάντα σιδηροδρόμους ποὺ μ’ ἔκαμεν ὁ βουλευτὴς ν’ ἀγοράσω γιὰ τὸ τέλος τοῦ μηνός, καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἐφόρτωσα ἀπὸ νωρὶς εἰς τὸ βαπόρι τὴ γυναῖκα καὶ τὰ ἑπτὰ παιδιὰ — τὰ γυόμελα εἶχαν πεθάνει μικρὰ — καὶ ἔπειτα ἐβγῆκα πάλιν ἔξω να ξεκαθαρίσω ἕνα τελευταῖο λογαριασμὸ ποὺ μ’ ἀπόμεινε στὴ Σύρα. Ἔτρεξα ν’ ἀποτειχωθῶ μὲ μιὰ χοντρή μαγκούρα πίσω ἀπὸ ἕνα φράκτη κοντὰ εἰς τὸ καφενεδάκι τῆς Ἄμμου, ποὺ ἐπήγαινε κάθε βμάδυ νὰ παίξῃ τάβλι ὁ ἀχρεῖος ποὺ ἐφίλησε τὴ γυναῖκα μου, ὅταν τὸν εἶδα νὰ ἔρχεται, ἐξετρύπωσα σὰ φάντασμα, τοῦ ἔσφιξα τὸ λαρύγγι διὰ νὰ μὴ μπορῇ νὰ γκαρίσῃ καὶ τοῦ πασάλειψα ἕνα ξύλο ποὺ θὰ τὸ θυμᾶται ακόμα. Τὸ ἄλλο πρωὶ ἤμαστε εἰς τὴν Ἀθήνα. Ἐβόλεψα τοὺς δικούς μου σ’ ἕνα μικρὸ ξενο-