Ἐσυλλογούμουν καὶ τὴν πρώτη μου κόρη ποὺ ἐμεγάλωνε καὶ ἔπρεπε νὰ τῆς ἑτοιμάσω προῖκα. Ἐνῷ εἶχα αὐτὴν τὴν συλλογή, ἔτυχε νὰ γείνουν ἐκλογὲς καὶ νὰ ἔλθῃ νὰ ζητήσῃ τοὺς ψήφους μας ἕνας Ἀθηναῖος συνταγματάρχης, ποὺ εἶχε κάμῃ πολλὰ χρόνια εἰς τὴν Σύρα νομομηχανικός. Εὐγῆκε σὲ περιοδεία εἰς τὰ χωριά, καὶ ἕνα πρωὶ ἐξεφύτρωσε μὲ δυὸ φίλους του εἰς τὸ περιβόλι μου. Θυμᾶσαι ποὺ τότε ἤμουνα λεβέντης. Ἡ κόψη τοῦ λάζου μου καὶ οἱ γρόθοι μου ἤτανε φημισμένοι σ’ ὅλο τὸ βουνό, καὶ μιὰ μέρα ἐσήκωσα γιὰ στοίχημα μιὰ γαϊδούρα γκαστρωμένη. Εἴχαμε καὶ πολλοὺς συγγενεῖς εἰς τὰ χωριά, καὶ τὸ γέρο Σαλλοῦστρο, τὸ μεγάλο ταμπάκη, ποὺ τὸν ἔσερνεν ἡ γυναῖκα του ἀπὸ τὴν μύτη. Ὅλ’ αὐτὰ ἠμποροῦσαν να χρησιμέψουν. Μὲ πολλὰ λοιπὸν καλοπιάσματα καὶ γλυκὰ λόγια μοῦ ἐπρότεινεν ὁ ὑποψήφιος νὰ γείνω κομματάρχης του καὶ ἀντιπρόσωπος στὴν κάλπη του, κ’ ἔπειτα θὰ μοῦ ἔκαμνεν ὅ,τι ἤθελα. Θὰ μὲ διώριζε σὲ καλὴ θέσι, ἐδῶ ἢ στὴν Ἀθήνα, θὰ ἐγλύτωνε τὸν κουνιάδο μου ποὺ εἶχαν στὴ φυλακὴ γιὰ λαθρεμπόριο, θὰ ἔβαζε τὸ γονό μου ὑπότροφο καὶ δὲ θυμοῦμαι πόσα ἄλλα, ποὺ μ’ ἔκαμναν νὰ βλέπω στὸν ὕπνο μου λαγοὺς μὲ πετραχήλια. Ἐρρίχτηκα λοιπὸν κατάμουτρα εἰς τὸν «ἐκλογικὸν ἀγῶνα», καθὼς τὸν ἔλεγε, ἐγὼ καὶ ὅλοι οἱ δικοί μου. Τὸ περιβόλι μου ἔγινεν ἐκλογικὸν κέντρον καὶ ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ ἔτρεχα νὰ κάμω προπαγάνδα, νὰ μοιράζω φωτογραφίες, προγράμματα, ὑποσχέσεις, καὶ ὅπου ἦταν ἀνάγκη καὶ γροθιές. Ἡ γυναῖκά μου ἐμοίραζε κ’ ἐκείνη φέτες καρποῦζι, γλυκὰ λόγια καὶ γλυκὲς ματιές. Ἕνα βράδυ ἦλθεν ἡ καϋμένη μὲ πολλή τῆς ντροπὴ νὰ μοῦ ἐξομολογηθῇ πὼς γιὰ νὰ πάρῃ μαζί της ἕνα ἀντίθετο κομματάρχη ἀναγκάστηκε νὰ τὸν ἀφίσῃ νὰ τὴν φιλήσῃ καὶ νὰ τοῦ ὑποσχεθῇ στὰ ψέματα κάτι παραπάνω. Τόσος ἦταν ὁ φανατισμός μου, ποὺ τῆς τὸ συγχώρεσα καὶ αὐτό, μὲ τὴ συμφωνία νὰ μὴν τὸ ξανακάμῃ, καὶ μὲ τὸν κρυφὸ σκοπὸ νὰ σπάσω τὰ κόκκαλα τοῦ μασκαρᾶ ἅμα ἐτελείωναν οἱ ἐκλογές. Εἰς τὴ δεύτερη περιοδεία ἐχάλασεν ὁ καιρὸς καὶ ἔμεινεν ὁ συνταγματάρχης νὰ τὸν φιλολοξενήσω. Ἀφοῦ τὸν ἐκαλοτάγισα, μὲ ἠρώτησε διὰ τὰ ἰδιαίτερά μου καί… τοῦ εἶπα πὼς τὸ περιβόλι δίδει μικρὸ εἰσόδημα καὶ τὸ κέρδος τῶν ψαριῶν τὸ τρώγει τὸ διάφορο τοῦ χρέους γιὰ τὲς δυὸ βάρκες. Τότε μ’ ἐσυμβούλεψε νὰ πουλήσω αμπέλια καὶ βάρκες καὶ ν’ ἀγοράσω κάτι μετοχὲς τῆς Πελοποννήσου ποὺ ἐπουλοῦσε εἰς τὸ
Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/39
Εμφάνιση
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ35