Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/38

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
34ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

Ἡ θέσις μου, ἦτο, τὸ ὁμολογῶ, ἱκανῶς ἀλλόκοτος καὶ πᾶς γνώριμός μου θὰ ἐδικαιοῦτο νὰ γελάσῃ βλέπων με τὴν ὥραν ἐκείνην εἰς τὸ βάθος ἐρήμου κοιμητηρίου, συμπίνοντα μὲ νεκροθάπτην ὑπὸ τὸ φέγγος νεκρικῆς κανδήλας. Ἐγὼ ὅμως οὐδεμίαν εἶχα ὄρεξιν νὰ γελάσω κατεχόμενος ὑπὸ ἀδιηγήτου ἀθυμίας. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος μοῦ ἐνθύμιζε τὰς φαιδροτάτας τῆς πρώτης μου νεότητος ἡμέρας καὶ οὐδέποτε κάλλιον κατενόησα τὴν ἀλήθειαν τοῦ πολύκροτου στίχου του Δάντη:

Nessun maggior dolore
Che ricordarsi del tempo felice
Nella miseria

Ἀληθὲς εἶνε ὅτι ἄλλος ἔνδοξος ποιητὴς ἰσχυρίσθη ἀκριβῶς τοὐναντίον, κηρύττων τὰς εὐτυχεῖς ἀναμνήσεις ἀναφαίρετον παρηγορίαν κατὰ τὴν ὥραν ὅμως ἐκείνην τὰ πάντα συνώμνυον νὰ μὲ κάνουν να πιστεύσω, ὅτι δὲν ἠξεύρει τί λέγει. Ἐκρύωνα, ἐστενοχωρούμην, ἡ βροχὴ ἐξηκολούθει νὰ κροταλίζῃ ἐπὶ τῶν σανίδων τῆς στέγης, καὶ τὸ ἔξω βαθὺ σκότος διέκοπτεν ἐκ διαλειμμάτων ἡ ὡχρότης ἀστραπῆς, φωτίζουσα λίμνας βορβόρου σειρὰς σταυρῶν καὶ κορυφὰς κυπαρίσσων. Καὶ τοῦ καιροῦ ὅμως καὶ τοῦ τόπου πενθιμώτερα ἦσαν ὅσα ἤρχισεν ὁ σύντροφός μου νὰ μὲ διηγῆται.

«Θυμᾶσαι», μὲ εἶπε, «πόσο ὤμορφη ἤτανε ἡ γυναῖκά μου;»

«Διατί λέγεις ἤτανε; Μήπως ἀπέθανε;»

«Ζῇ ἀκόμη, μόνον ἀσχήμισε, ἐνῷ τότες ἤρχουνταν ἀπὸ μακρὰ οἱ Συριανοί, καὶ σὺ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, νὰ κάμετε πρόγευμα εἰς τὸ περιβόλι μου πολύ περισσότερο γιὰ τὰ ὄμορφά της μάτια παρὰ γιὰ τὰ δικά μου ψάρια. Δὲν ἐζούλευα, γιατὶ τὴν ἤξευρα φρόνιμη καὶ πὼς χάνετε τὸν καιρό σας. Τὸ μόνο της ἐλάττωμα, ποὺ πταίω κ’ ἐγὼ σ’ αὐτό, ἦταν πὼς ἔκαμνε πολλὰ παιδιά. Ἕνα τὸ χρόνο ὀκτὼ χρόνια ἀραδειαστὰ καὶ γυόμελα τὴν ὕστερη φορά. Καὶ ὅσα περισσότερα ἔκαμνε τόσον ἐχαλοῦσεν ἡ ὄψη της καὶ τὸ κορμί της καὶ λιγοστεύανε ὅσοι ἤρχουνταν νὰ τὴν καμαρώσουν καὶ νὰ καλοπλερώνουν τ’ αὐγά, τὰ μαρούλια, τὰ σῦκα καὶ τὸ τυρί μας.

Ἄλλο κακὸ ἦταν ποὺ ἤρχισαν νὰ ὀλιγοστεύουν τὰ ψάρια, ἀφοῦ κατάντησαν στὴ Σύρα οἱ ψαράδες ὅσοι σχεδὸν καὶ οἱ δικηγόροι.