Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/52

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
48ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

κρύφτη μου, ἔσυρα τὸ λάζο, ἐπέρασα εἰς τὸ πλαγινὸ δωμάτιο καὶ ἐκλείδωσα ὀπίσω μου τὴν πόρτα. Ἦταν ἡ ἴδια κάμαρα ποὺ μὲ ἐδέχθηκε πρὸ τρία χρόνια παίζοντας μὲ τὸ γάτο, μὲ τὴ διαφορὰ πὼς ἀντὶς κεντητὸ φεσάκι ἐφοροῦσε τώρα εἰς τὸ κεφάλι μιὰ φούσκα μὲ πάγο καὶ εἰς τὰ πόδια ἀντὶς παντόφλες συναπισμούς. Μὲ ὅλο του τὸ χάλι τοῦ ἀπέμεινεν ἀκέραιο τὸ λογικό. Μ’ ἐγνώρισεν ἀμέσως καὶ ὅταν ἐσήκωσα ἀπάνω του τὸ μαχαῖρι, κράζοντας αὐτὸν ‟φονιὰ τῶν παιδιῶν μου”, ἅπλωσεν ὁ φόβος στὴν ὄψι τοῦ θανάτου πρασινάδα. Ἦταν ἄφωνος καὶ παράλυτος καὶ δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ παρακαλέσῃ οὔτε νὰ γονατίσῃ. Ὅσα ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ κάμουν τὰ γόνατα καὶ ἡ γλῶσσα τὰ ἔκαμνε τὸ μάτι. Τὸ βλέμμα του μοῦ ἔλεγεν: Ἁμάν! μοῦ φιλοῦσε τὰ χέρια, μοῦ ἔγλειψε τὰ πόδια. Δὲν μ’ εβάσταζεν ἡ καρδιὰ νὰ χτυπήσω τὸ ἄρρωστο ἐκεῖνο ἀνδράποδο. Ἄδίκον ὅμως θὰ ἦταν νὰ μείνουν τὰ παιδιά μου χωρὶς ἐκδίκησι καμιμά. Ἔβαλα στὴ θήκη τὸ λάζο καὶ ἔφτυσα στὸ πρόσωπο τὸν κύριον συνταγματάρχην, πού, ἀντὶ νὰ θυμώσῃ διὰ τὸ φτύσιμον, μ’ ἐκύτταξε, σὰν νὰ μοῦ ἔλεγεν εὐχαριστῶ ποὺ τοῦ χάρισα τὴ ζωή.»

«Καὶ πῶς ἐτελείωσεν αὐτὴ ἡ ἱστορία;»

«Ὁ συνταγματάρχης ἐγλύτωσε καὶ ἔφυγεν εἰς τὰ λουτρά. Ἡ κόρη μου ἐβασανίστηκε ἀκόμη μερικοὺς μήνες, κι’ ἔπειτα τὴν ἐξάπλωσα κ’ ἐκείνη κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα πέντε. Δὲν ἔχω δίκαιο νὰ λέγω, ἀνάθεμα εἰς τὴν πολιτική;»

«Πταίεις ὅμως καὶ σύ», τοῦ εἶπα, «ποὺ ἀνακατεύθης εἰς αὐτήν. Καὶ σὺ καὶ ὅσοι ἄλλοι μαζεύετε ψήφους καὶ πιστεύετε εἰς ὅσα σᾶς λέγουν.»

Τὸ ἐπιχείρημά μου, ἀντὶ νὰ τὸν ἀποστομώσῃ, τὸν ἔκαμε νὰ σηκωθῇ βροντόλαλος καὶ φοβερός. Τὰ μάτια του ἐσπιθοβολοῦσαν καὶ μοῦ ἔσφιξε τὰ χέρια που μ’ ἔκαμε νὰ πονέσω.

«Μὴ τὸ λές», μοῦ εἶπεν, «αὐτὸ γιατὶ δὲ σοῦ κάμνει τιμή. Τὸ σὺ φταῖς γιατὶ μ’ ἐπίστεψες ἄφησέ το εἰς τοὺς λωποδύτες τοῦ χρηματιστηρίου. Ὅσον ευκολώτερα πιστεύομεν καὶ ταχύτερα λησμονοῦμεν, τόσο μεγαλειτέρα εἶνε ἡ ἀσυνειδησία ἐκείνων ποὺ μᾶς ἀπαιτοῦν. Ὅσον πλέον κουτός, ἄκακος καὶ ἀπονήρευτος εἶνε ὁ λαός, τόσον περισσότερον ἔπρεπε νὰ τὸν συμπαθοῦν καὶ νὰ τὸν λυπούνται, ἀντὶ νὰ νομίζουν πὼς ἡ κουταμάρα καὶ ἡ καλωσύνη του τοὺς