Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/36

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
32ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

Ἀλλεπάλληλοι ἀποδημίαι καὶ ἄλλαι φροντίδες μ’ ἔκαμαν ν’ ἀμελήσω καὶ σχεδὸν νὰ λησμονήσω ἐπὶ πολλὰ ἔτη τὸν Ἀντώνην. Ὅταν καὶ πάλιν τὸν ἐνθυμήθην, ἑπόμενον ἦτο νὰ εὕρω τὸ ἄσυλον αὐτοῦ κάπως παρηλλαγμένον. Αἱ κυπάριστοι εἶχαν μεγαλώσῃ, ὁ πληθυσμὸς τῶν νεκρῶν ἦτο τετραπλάσιος καὶ οἱ σταυροὶ τόσοι πυκνοί, ὥστε ὀλίγος ἀπέμενε τόπος εἰς τὰ χαμόμηλα καὶ τὰς ἀκάνθας. Εἰς ταῦτα πρέπει μὲ βαρεῖαν συνείδησιν νὰ προσθέτω, ὅτι κατὰ τὸ διάστημα τῆς μικρᾶς ἐγκαταλείψεως ὁ τάφος τοῦ φίλου μου εἶχε ἐρημωθῇ τελείως. Τὰ ξύλινα κάγκελλα ἔκειντο κατὰ γῆς, αἱ γάστραι ἦταν ἀνεστραμμέναι καὶ οὐδ’ ἴχνος ἀπέμενεν ἐπιγραφῆς ἐπὶ τοῦ μαύρου σταυροῦ, τὸν ὁποῖον εἶχε μεταβάλει εἰς κόκκινον ή σκωρία. Ἐζήτησα τὸν γέροντα νεκροθάπτην πρὸς διόρθωσιν τῆς ἀταξίας, ἀλλ’ ὡς ἔμαθα ἀπὸ τὴν λιβανίζουσαν γειτονικὸν τάφον μαυροφόραν, οὗτος εἶχε κατατεθῇ πρὸ ἐτῶν ἐκεῖ ὅπου κατέθετε πρὶν τοὺς ἄλλους. Ὑπῆρχεν ὅμως διάδοχος αὐτοῦ, τοῦ ὁποίου μ’ ἔδειξεν τὴν κεφαλὴν προβάλλουσαν κατὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐκ τοῦ ὑπογείου τῆς ὀστεοθήκης. Μετὰ τὴν κεφαλὴν ἐφάνη ὁ κορμὸς καὶ ἔπειτα αἱ μακραὶ κνῆμαι, τῶν ὁποίων ἤρκεσαν ὀλίγοι διασκελισμοὶ νὰ μεταφέρωσι πλησίον μου τὸν κάτοχων αὐτῶν. Εἰς τοῦτον ἔσπευσα νὰ ἐξηγήσω ὅτι ἐπεθύμουν νὰ περιφράξῃ καὶ νὰ περιποιηθῇ, ἐπὶ δικαίᾳ ἀμοιβῇ, τοῦ φίλου μου τὸ μνῆμα. Ἐνῷ ὅμως ὡμίλουν καὶ ἀφοῦ ἀκόμη ἐτελείωσα, δὲν ἔπαυεν ὁ νεκροθάπτης νὰ μὲ παρατηρῇ ἀπὸ κορυφῆς μέχρι ποδῶν, μετ’ ἐπιμονῆς τὴν ὁποίαν δὲν ἠδυνάμην νὰ ἐννοήσω, ἀφοῦ οὐδὲν βεβαίως ἔχει τὸ ἐξαιρετικῶς περίεργον ἢ ἀξιοθέατον τὸ ὑποκείμενόν μου. Ἡ ἀπορία μου ηὔξησεν ἔτι μᾶλλον, ὅταν αἴχνης μὲ ἠρώτησε μὲ πολλὴν οἰκειότητα:

«Δὲ μὲ θυμᾶσαι;»

Ἐκύτταξα τότε αὐτὸν μὲ περισσοτέραν προσοχὴν καὶ δὲν τὸν εὑρῆκα εὔμορφον. Ὑψηλὸς ὡς εβελίσκος, ξηρὸς ὡς μούμια, ἡλιοκαὴς ὡς Βεδουΐνος, μὲ κνήμας ὡς καλάμια καὶ λαιμὸν καμήλου, μοῦ ὑπενθύμιζε τοὺς ἀπαισίους ἐκείνους Ἄραβας ἀσκητάς, τῶν ὁποίων ἡ αἰφνιδία συνάντησις μ’ ἔκαμε πολλάκις ν’ ἀνατριχιάσω εἰς τὰς στενωποὺς τοῦ Καΐρου. Ἐφ’ ὅσον ὅμως ἐξηκολούθουν νὰ τὸν παρατηρῶ, ἐλάμβαναν αἱ ἀναμνήσεις μου ἀλλοίαν τροπὴν καὶ ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Φαραὼ μὲ μετέφεραν εἰς φαιδρὰν νῆσον τοῦ Αἰγαίου. Ἀντὶ κιτρίνου ποταμοῦ ἔβλεπα ὕδατα γαλανά· ἀντὶ μινα-