Ὅλως διάφορος εἶνε ἡ ὄψις τῆς Βάθειας, ὅπου οὐδὲν ὑπάρχει τὸ δυνάμενον νὰ θαμβώσῃ τὴν ὅρασιν, ἀλλ’ οὔτε νὰ τὴν κουράσῃ. Κρίνων ἐκ τοῦ ὀνόματος καὶ τῆς χαμηλότητας αὐτῆς θὰ ἔκλινε νὰ τὴν ὑποθέσῃ τις ὡς εἶδός το χωνίου, ἐνῷ μόνον ἐκεῖ δύναται νὰ ἐντρυφήσῃ εἰς ἄφρακτον ὁρίζοντα τοῦ Ἀθηναίου ὁ ὀφθαλμός. Ἡ πεδιὰς ἐκτείνεται ὁμαλὴ μέχρι τῆς ὠχρᾶς χλόης τοῦ Ἑλαιῶνος· ἡ διατέμνουσα αὐτὴν μακρὰ δενδροστοιχία καὶ οἱ ἐσπαρμένοι εἰς μεγάλας ἀπ’ ἀλλήλων ἀποστάσεις χαμηλοὶ οἰκίσκοι συντελοῦσιν εἰς τὸ νὰ καταστήσωσι τὴν ἐντύπωσιν τῆς ἐκτάσεως ἔτι μᾶλλον ἐπιβλητικήν. Ἂν δὲ τύχῃ νὰ εἶνε ἡ ἡμέρα φθινοπωρινή, ὁ οὐρανὸς μολυβδόχρους, νὰ σείῃ ὑγρὸς ἄνεμος τὰ καλάμια, νὰ παίζουν πάπιαι εἰς λίμνας σχηματισθείσας ὑπὸ προσφάτου βροχῆς καὶ νὰ παρελαύνουν ἐπὶ τῆς βορβορώδους λεωφόρου κοπάδια γάλλων καὶ ἁμάξια μούστου καὶ σανοῦ, δὲν χρειάζεται τότε μεγάλη δύναμις φαντασίας διὰ νὰ ὑποθέσῃ τις ὅτι κατώρθωσε κι’ ἑνός πηδήματος νὰ μετοικήσῃ ἀπὸ τὴν ὁδὸν Ἁγίου Κωνσταντίνου εἰς χωράφιον τῆς Βλαχίας. Οἱ δὲ κλίνοντες νὰ θεωρήσωσιν ὑπερβολικὴν τὴν ἀγάπην μου πρὸς τὰ ὁμαλὰ ἐπίπεδα, τὰ σύννεφα, τὰ νερομαζώματα, τὴν πάχνην καὶ τὴν ὑγρασίαν, εἶνε ἐλεύθεροι νὰ μὲ παρομοιάσωσι μὲ τοὺς ἀχαρίστους ἐκείνους Ἑβραίους, οἵτινες, ἁηδιάσαντες τὸ ἐπιούτον μάννα καὶ τὰ καθημερινὰ ὀρτύκια, κατήντησαν ν’ ἀναζητῶσι τὰ πράσα καὶ τὰ σκόρδα τῆς Αἰγύπτου.
Οὐχὶ ὀλιγώτερον τῆς τοποθεσίας ἀγροτικὴ εἶνε καὶ τοῦ νεκροταφείου ή ὄψις. Πρὸ τῆς εἰσόδου κάθηνται εἰς μακρὰν τράπεζαν δύο εὔθυμοι παπάδες συμπίνοντες μετὰ χωρικῶν καὶ καραγωγέων ῥητινίτην παρεχόμενον ὑπὸ δύο γειτονικῶν οἰνοπωλείων, τὰ ὁποῖα ὠνόμασαν προσφυέστατα οἱ ἰδιοκτῆται αὐτῶν τὸ μὲν Ἀνάπαυσις, καὶ τὸ ἄλλο Ματαιότης. Εὐθὺς δ’ ἅμα ὑπερβῇ τὴν πύλην, εὑρίσκεται ὁ ἐπισκέπτης πρὸ μαύρου πίνακος φέροντος τὴν ἐπιγραφήν· Ἀπαγορεύεται εἰς τοὺς σκύλους νὰ εἰσέρχωνται, επίσης καὶ νὰ κόπτουν ἄνθη, τῆς ὁποίας ή χρησιμότης φαίνεται κάπως ἀμφίβολος, ἐκτὸς ἂν ὑποτεθῇ, ὅτι ξεύρουν οἱ σκύλοι τῆς Βάθειας ἀνάγνωσιν ἢ συνηθίζουν νὰ κόπτουν ἄνθη. Μετά τινα βήματα εἰσέρχεται εἰς περιτειχισμένον ἀγρόν, ὀλίγον διαφέροντα τῶν γειτονικῶν ἀτειχίστων. Ἐξαιρομένων τῷ ὄντι εὐαρίθμων τινῶν παρὰ τὴν ἐκκλησίαν, οὔτε στήλας βλέπεις, οὔτε πυραμίδας, οὔτε προτομάς, οὐδ’ ἄλλον