Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/126

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
122ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

καταλλήλου ρητοῦ τῆς πρὸς χρῆσιν τοῦ στρατοῦ Χρηστομαθείας τοῦ Σοαβίου: “Ὁ δίκαιος δὲν φοβεῖται τὸν θάνατον”. “Ὁ ἄνθρωπος εἶναι παροδίτης τῆς γῆς”. “Ὁ θάνατος εἶναι μετάβασις εἰς τὴν ἀθανασίαν”, ἢ ἄλλου τοιούτου καὶ εὐθὺς ἔπειτα ἐτάχυνε τὸ βῆμα, ὡς θέλων ν’ ἀνακτήσῃ τὸν ἀπολεσθέντα χρόνον. Οἱ Ναπολιτάνοι ἐθριάμβευον καὶ ἐπευφήμουν καὶ οἱ Σικελοὶ ἔκλιναν δυσθύμως πρὸς τὰ κάτω τὴν κεφαλήν. Πρὸ τῆς θύρας οἰνοπωλείου δύο συστρατιῶται του, ὀρθοὶ ἐπὶ σκαμνίων, τὸν ἐπροσκάλεσαν νὰ πίῃ ἓν τελευταῖον ποτήριον οἴνου μετ’ αὐτῶν. Δεχθεὶς προθύμως τὴν πρόσκλησιν ὕψωσε τὸ ποτήριον ἀνακράζων: “Εἰς τὴν ὑγείαν τῆς Αὐτοῦ Μεγαλειότητος τοῦ ἐνδόξου καὶ ἀγαθοῦ ἡμῶν βασιλέως Φερδινάνδου. Ὁ Θεὸς νὰ τὸν εὐλογῇ καὶ νὰ τὸν πολυχρονίζῃ”. Τὴν φορὰν ταύτην ἐπευφήμησαν τὸν κατάδικον πλὴν τῶν Ναπολιτάνων καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν Σικελῶν, εἰς δὲ τοὺς λοιποὺς μία μόνη ἀπέμενεν ἐλπίς, ὅτι τὸ ἀσύνηθες τοῦτο θάρρος ἦτο προϊὸν μιᾶς ὁπωσδήποτε τεχνητῆς διεγέρσεως καὶ θὰ ἐξέλειπεν ἐπὶ τοῦ τόπου τῆς ἐκτελέσεως. Ἡ ἐλπὶς αὕτη θὰ ἐπραγματοποιεῖτο ἴσως ἂν δὲν εἶχε προνοήσῃ ὁ θεῖός μου Βαρνάβας νὰ παρευρεθῇ ἐκεῖ διὰ νὰ τὸν ἐνθαρρύνῃ διὰ νεύματος καὶ τῆς ἐπιδείξεως τῆς ἄκρας χαρτίου, τὸ ὁποῖον δὲν ἠδύνατο νὰ εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ ὑποσχεθεῖσα χάρις. Ὁ κατάδικος οὐδὲν ἀπολέσας τῆς ἀταραξίας του, ὑπῆγε νὰ τοποθετηθῇ αὐθορμήτως ἀντικρὺ τῶν τουφεκιστῶν εἰς τὴν κανονισμένην ἀπόστασιν δέκα βημάτων, ἀπωθήσας τὸν προσελθόντα νὰ περιδέσῃ κατὰ τὸ σύνηθες τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ διὰ μαντυλίου δεκανέα. Οἱ στρατιῶται ηὔθυναν ἤδη κατὰ τοῦ στήθους του τὰ ὅπλα ἀναμένοντες τὸ τελευταῖον πρόσταγμα, ὅτε ἀντήχησαν ἐκ διαφόρων συγχρόνως ὁμίλων φωναί: “Δὲν μᾶς ἀποχαιρετᾶς, Σάνδρε;” Τὸ ἀποχαιρέτημα τοῦτο εἶνε εἰς τὸν τόπον μας δικαίωμα τοῦ καταδίκου καὶ σχεδὸν καθῆκον ἐπιβαλλόμενον εἰς αὐτὸν ὑπὸ τῆς παραδόσεως. Ἄλλος τὸ προετοιμάζει καὶ ἄλλος τὸ αὐτοσχεδιάζει, ἄλλος λέγει πολλὰ καὶ ἄλλος ὀλίγα, ἕκαστος κατὰ τὸν βαθμὸν τῆς ῥητορικῆς του ἱκανότητος, ὅλοι ὅμως προσπαθοῦν νὰ εἴπουν κάτι διὰ νὰ μὴ ὑποτεθῇ ὅτι ἐβούβανεν αὐτοὺς ὁ φόβος. Ὁ Σάνδρος δὲν ἦτο ρήτωρ, ἦτο ὅμως ἀρκετὰ καλὸς τενόρος. Μὴ εὑρίσκων τί νὰ εἴπῃ ἀξιομνημόνευτον ἀνέμελψεν ἀντὶ προσλαλιᾶς τὸ ἆσμα τῶν “Μασναδιέρων” τοῦ Βέρδη: