Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/125

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ121

ν’ ἀποτινάξῃ τὸν ὕπνον ἀπὸ τὰ βλέφαρά του, μίαν ψήκτραν γιὰ νὰ καθαρίσῃ τὴν στολήν του, ἓν γαρούφαλον καὶ τὴν ἄδειαν νὰ βαδίσῃ μὲ λυτὰς χεῖρας εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκτελέσεως. Ἀφοῦ ἐβούτηξε δύο παξιμάδια εἰς τὸν καφέ του, ἐπλύθη, ἐκτενίσθη, ἀνώρθωσεν ὡς ἄγκιστρα τοὺς μύστακάς του, ἐπέρασε τὸ γαρούφαλον εἰς τὴν κομβιοδόχην τοῦ κολοβίου του καὶ στρεφόμενος ἔπειτα πρὸς τὸν ἀποσπασματάρχην εἶπεν εἰς αὐτὸν μετὰ θαυμαστῆς ἀταραξίας: “Εἶμαι ἕτοιμος, κύριε λοχία”. Πάντες οἱ παριστάμενοι ἠπόρουν διὰ τὴν αἰφνιδίαν μεταμόρφωσιν τοῦ δειλοῦ κάπωνος εἰς ἀνδρικὸν πετεινόν, καὶ οἱ πάντες συνέχαιρον διὰ τὴν ἔξοχον κατηχητικὴν ἱκανότητα τὸν θεῖόν μου Βαρνάβαν, ὅστις ἐδέχετο μετὰ τῆς προσηκούσης εἰς τὸ σχῆμα του μετριοφροσύνης τὰ συγχαρητήρια. Ἂν καὶ ἦτο χειμὼν κατὰ τὸ ἡμερολόγιον, ὁ καιρὸς ἦτο ἐαρινός, ὁ οὐρανὸς ἀνέφελος, ἡ αὔρα χλιαρὰ καὶ ἐμοσχοβόλουν αἱ πορτοκαλέαι. Κανεὶς ἄλλος τόπος δὲν ἔχει ζεστὰς ἡμέρας τὸν χειμῶνα πλὴν τῆς Σικελίας.»

«Καὶ τῆς Ἑλλάδος», διέκοψα ἐγώ.

«Ἔχετε δίκαιον», ἀπήντησεν ὁ προκαλόγηρος. «Ἐλησμόνουν ὅτι ἡ μικρή σας Ἑλλὰς ἦτο πρὶν ἐπαρχία τῆς Μεγάλης καὶ εἶχε πρωτεύουσαν τὰς Συρακούσας καὶ βασιλέα τὸν Χαρώνδαν.»

«Ταῦτα», ἀπήντησα γελῶν, «εἶναι δεκτικὰ συζητήσεως. Ἀλλὰ τελειώσατε, παρακαλῶ, τὴν ἱστορίαν σας.»

«Ἔλεγα λοιπὸν ὅτι ὁ καιρὸς ἦτο ὡραῖος. Τὰ ἐργαστήρια εἶχον κλεισθῇ καὶ ὅλοι οἱ Πανορμῖται, ἄνδρες καὶ γυναικόπαιδα, εἶχον σωρευθῇ εἰς τὸν δρόμον, τὰ παράθυρα, τοὺς ἐξώστας καὶ τὰς στέγας τῶν χαμηλῶν οἰκιῶν, περιμένοντες τὴν διάβασιν τοῦ καταδίκου. Οἱ κυβερνητικοὶ διέδιδαν ὅτι οὗτος εἶχεν ἀνδρειωθεῖ καὶ θ’ ἀπέθνησκεν ὡς γενναῖος στρατιώτης, οἱ δὲ Σικελοὶ ἐπέμειναν νὰ στοιχηματίζωσι δέκα πρὸς ἓν ὅτι θ’ ἀπέθνησκεν ὡς Ναπολιτάνος. Δὲν ἐβράδυναν ὅμως νὰ πεισθῶσιν ὅτι δὲν ἤξιζε τίποτε τὸ στοίχημά των. Ἀντὶ νὰ σύρεται ὡς μόσχος εἰς τὴν σφαγήν, ὁ κατάδικος ἐβάδιζεν ἐν μέσῳ τῶν μελλόντων νὰ τὸν τουφεκίσωσι στρατιωτῶν γαλήνιος καὶ μεγαλοπρεπὴς ὡς θεὸς τοῦ Ὀλύμπου. Ὁσάκις συνήντα γνωρίμους του καθ’ ὁδὸν ἔτεινε εἰς αὐτοὺς τὴν χεῖρα καὶ εἰς τὰ συλλυπητήρια καὶ τὰς ἐνθαρρύνσεις αὐτῶν ἀπήντα διὰ