Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/127

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ123

Trala, trala lá,
N’andremo d’un salto
Nel mondo di la.

ἤτοι

Θὰ πᾶμε μ’ ἔvα πήδημα
Ἴσια στὸv ἄλλον κόσμον!

Τὸ κύκνειον τοῦτο ᾆσμα ἦτο βεβαίως ἐπίκαιρον, ἡ φωνὴ τοῦ καταδίκου ὡραία καὶ ἡ ἀφοβία, μεθ’ ἧς ἡτοιμάζετο νὰ πηδήσῃ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον, ἀληθῶς πρωτοφανής. Εὐλόγως λοιπὸν ἐξερράγη τὸ πλῆθος εἰς ἐπευφημίας καὶ χειροκροτήματα, οἵων οὐδέποτε ἠξιώθησαν εἰς τὸ θέατρον οὔτε ὁ Ῥόπας, οὔτε ὁ Μάριος, οὔτε ὁ Φασκίνης, οὐδ’ αὐτὴ ἴσως ἡ Μαλιβράν. Ταῦτα ἀντήχουν ἀκόμη, ὅτε ὕψωσε τὸ ξίφος ὁ ἔχων τὸ πρόσταγμα ἀξιωματικός, ἤστραψαν τὰ τουφέκια καὶ δέκα σφαῖραι ἐτρύπησαν τὸ στῆθος τοῦ καταδίκου. Ὁ θάνατος ἐπῆλθεν τόσον ἀκαριαῖος ὥστε δὲν ἐπρόφθασε νὰ ἐξαλείψῃ τὸ διαστέλλον τὰ χείλη του μειδίαμα εὐδαίμονος αὐταρεσκείας. Εἰπέτε μου τώρα, παρακαλῶ, ἂν πιστεύετε ὅτι ἠδύνατο ὁ θεῖος μου Βαρνάβας νὰ κάμῃ τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον ν’ ἀποθάνῃ τόσον εὐχαριστημένος καὶ ν’ ἀφίσῃ μνήμην ἥρωος, ἂν τοῦ ὡμίλει περὶ τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς μακαριότητος τοῦ Παραδείσου, ἀντὶ νὰ τοῦ ὑποσχεθῇ ὅτι εἶχεν ἀκόμη νὰ ζήσῃ πολλὰ χρόνια καὶ νὰ φάγῃ πολλὰ μακαρόνια;»

«Ὁμολογῶ ὅτι τὸ πρᾶγμα ἐπιδέχεται ἀμφισβήτησιν. Δὲν ἐννοῶ ὅμως πῶς ὁ μακαρίτης θεῖος σας ἀπεδέχετο νὰ δοξάζῃ παρ’ ἀξίαν ὡς ἥρωας τοὺς ἐχθροὺς τῆς πατρίδος του Ναπολιτάνους;»

«Δὲν τὸ ἐννοεῖτε διότι δὲν γνωρίζετε, ὡς φαίνεται, ὅτι οἱ Φράγκοι ρασοφόροι δὲν ἔχουν ἄλλην πατρίδα πλὴν τῆς Ἐκκλησίας, οὐδ’ ἄλλον ἀρχηγὸν πλὴν τοῦ Πάπα. Ἔπειτα ὁ θεῖός μου ἦτο, ὡς σᾶς εἶπα, ἔξυπνος ἄνθρωπος καὶ εἶχε στοιχηματίσει κ’ ἐκεῖνος πολλὰ ὅτι θ’ ἀπέθνησκεν ὁ κατάδικος γενναίως.»

Ἡ βροχὴ εἶχε παύσῃ καὶ τὸ ἀνδρόγυνον ἠγέρθη νὰ μᾶς ἀποχαιρετήσῃ. Ἐξερχόμενος μὲ ἐπροσκάλεσεν ὁ προκαλόγηρος νὰ ὑπάγω νὰ ἴδω τὴν συλλογήν του Σικελικῶν ἀρχαιοτήτων, καὶ τὴν πρόσκλησιν ταύτην ἐπεκύρωσεν ἡ κυρία του δι’ ἑνὸς προσηνεστά-