Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/121

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ117

«Εἰς τὸ νὰ μὴ πιστεύσῃ ὁ κατάδικος ὅτι πρόκειται νὰ τὸν κόψουν ἢ νὰ τὸν κρεμάσουν.»

«Τοῦτο», παρετήρησα, «φαίνεται κάπως δύσκολον, ὅταν ἔχῃ ἔμπροσθέν του τὴν μηχανὴν καὶ ἀφοῦ τοῦ ὑπεσχέθη τὸν παράδεισον ὁ παπάς.»

«Καὶ τὶς ἡ ἀνάγκη», ἀπήντησε, «νὰ τοῦ ὑποσχεθῇ ὁ παπὰς τὸν παράδεισον καὶ ὄχι ἄλλο τι καλλίτερον;»

«Ἀλλὰ τί καλύτερον ἀπὸ τὸν παράδεισον ἠμπορεῖ νὰ ὑποσχεθῇ εἰς ἄνθρωπον ἀγόμενον εἰς τὴν λαιμητόμον;»

«Ἠμπορεῖ νὰ τοῦ ὑποσχεθῇ ὅτι ἔχει ἀκόμη νὰ ζήσῃ πολλὰ χρόνια καὶ νὰ φάγῃ πολλὰ μακαρόνια πρὶν μεταβῇ εἰς τὰς αἰωνίους μονάς.»

«Δὲν σᾶς ἐννοῶ.»

«Πῶς δὲν μὲ ἐννοεῖτε; Δὲν προτιμᾶτε καὶ σεῖς τὰ μακαρόνια τῆς γῆς ἀπὸ τὰ “ὡσαννὰ” καὶ τὰ “ἀλληλούϊα” τοῦ οὐρανοῦ, ἢ μήπως δὲν προτιμᾶτε ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀγγέλους τὰς ζωντανὰς γυναίκας, ὅταν μάλιστα ὁμοιάζουν μὲ τὴν ἰδικήν μου καὶ στεγνώνουν τὰς κνήμας των εἰς τὴν φωτιά; Ἂν μοῦ εἴπητε ὄχι, δὲν θὰ σᾶς πιστεύσω, διότι τὴν τρώγετε μὲ τὰ μάτια ἀπ’ ἐπάνω ἕως κάτω· καὶ κάμνετε πολὺ καλά», ἐπρόσθεσε μειδιῶν, «διότι ἀξίζει τὸν κόπον, κ’ ἐγὼ δὲν ζηλεύω.»

Διὰ νὰ μὴ φανῇ παράδοξον τὸ τοιοῦτον εἶδος ὁμιλίας, δὲν εἶναι περιττὸν νὰ προσθέσω ὅτι ὑπερέβαινε τότε πᾶν ὅριον τῶν ξερασωμένων καλογήρων ἡ ἀδιαντροπία καὶ ἡ ἐπίδειξις ἀσεβείας, ὡς νὰ ἤθελον ν’ ἀποζημιωθῶσι διὰ τὴν πρῴην ἐπιβαλλομένην εἰς αὐτοὺς ὑπὸ τοῦ ἐπαγγέλματός των συστολὴν καὶ ὑποκρισίαν. Ταῦτα ὅμως δὲν ἐξήγουν καὶ πῶς ἠδύνατο ὁ πνευματικὸς νὰ ὑποσχεθῇ εἰς κατάδικον πολλὰ ἔτη καὶ φαγοπότια ἀντικρὺ τῆς λαιμητόμου.

Τὴν εὔλογον ταύτην ἀπορίαν μου ηὐδόκησεν ἐπὶ τέλους νὰ λύσῃ ὁ Χρυσοσπάθης, διηγούμενος τὰ ἑξῆς:

«Γνωρίζετε βέβαια ὅτι πρὶν γίνῃ μία ἡ Ἰταλία, ἡ νῆσος μας ἦτο παράρτημα τοῦ βασιλείου τῆς Νεαπόλεως καὶ ὅτι ἐμίσουν οἱ Σικελοὶ τοὺς Νεαπολίτας ὅσον οἱ Πολωνοὶ τοὺς Μοσχοβίτας. Καὶ ὄχι μόνον τοὺς ἀπεστρέφοντο ὡς ἀλλοφύλους καὶ τυράννους, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐπεριφρόνουν ὡς ἀνάνδρους. Κατὰ τὴν ἐποχὴν λοιπὸν ὅ-