Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/120

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
116ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

καὶ τὴν ἐπικράτησιν τῶν προοδευτικῶν ἰδεῶν, πολλοὶ Σικελοὶ καλόγεροι ἐθεώρησαν πρέπον ν’ ἀποτινάξωσι τὴν κουκούλαν καὶ νὰ νυμφευθῶσιν. Ἓν μόνον βλέμμα ἐπὶ τοῦ ξερασωθέντος ἤρκεσε νὰ μὲ πείσῃ ὅτι ἔκαμε κάλλιστα νὰ λάβῃ γυναῖκα. Ἐπὶ ὤμων Ἄτλαντος καὶ λαιμοῦ ταύρου ἔφερε κεφαλὴν τῆς ὁποίας ἀδύνατον ἦτο νὰ μὴ θαυμάσῃ τὶς τὴν ἀνθηρὰν ὄψιν, τὴν πυκνὴν τρίχα, τὰς ἱκανὰς νὰ χρησιμεύσωσιν ὡς ῥόπαλον εἰς τὸν Σαμψῶνα σιαγόνας, τὰ κατακόκκινα χονδρὰ χείλη καὶ τὸ μακάριον μειδίαμα, τὸ ἀποκαλύπτον ὀδόντας ἱπποποτάμου. Τὸ μάσημα καὶ τὰ φιλήματα τοῦ πανοσιωτάτου πρέπει νὰ ἠκούοντο εἰς ἀπόστασιν πεντήκοντα τουλάχιστον βημάτων. Ὁ κύριος πρόξενος καὶ ἐγὼ ὠμοιάζαμεν πίθηκον παραβαλλόμενοι πρὸς αὐτόν. Οὐδ’ ἦτο δυνατὸν ν’ ἀνεύρῃ γυναῖκα ἀξιωτέραν τῆς ἰδικῆς του νὰ ἐντρυφήσῃ εἰς τὰ τοιαῦτα αὐτοῦ προσόντα. Οἱ μαῦροι ὀφθαλμοί της ἐφλογοβόλουν καὶ ἡ κοκκινόξανθος κόμη της ἔλαμπεν ὡς χαλκίνη περικεφαλαία. Δὲν ἦτο ὅσον ἐκεῖνος χονδρή, ἀλλ’ ὑψηλή, εὔσωμος καὶ εὔμορφη ἀπ’ ἐπάνω ἕως κάτω. Λέγω δὲ ἀπ’ ἐπάνω ἕως κάτω οὐχὶ κατὰ τύχην, ἀλλὰ διότι εἶχεν ἀνυψώσῃ ὀλίγον τὸ φόρεμά της διὰ νὰ ξηράνῃ εἰς τὴν ἑστίαν τὰ ὑποδήματά της, τὰ κάθυγρα ἐκ τῆς αἰφνιδίας πλημμύρας. Οὐδέποτε ἔτυχε νὰ ζηλεύσω τόσον πολὺ εἰς ἄλλον ἄνθρωπον τὸ πλάτος τῶν ὤμων του, τοὺς ὀδόντας του, τὸ πολὺ αἷμα του, τὴν εὐρωστίαν του καὶ τὴν γυναῖκα του. Μετ’ ὀλίγον μ’ ἔκαμε νὰ ζηλεύσω καὶ ἄλλο αὐτοῦ προτέρημα, τὴν εὐθυμίαν καὶ τὴν κωμικὴν δύναμιν, τὴν ὁποίαν κατώρθωνε νὰ μεταδίδῃ καὶ εἰς τὰ πενθιμώτατα θέματα ὁμιλίας. Κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας περὶ οὐδενὸς ἅλλου ἐγίνετο λόγος παρὰ περὶ τῆς προσφάτου καρατομήσεως τοῦ λῃστάρχου Ταρτάλια, ὅστις, ἀφοῦ ἐδόξασε τὴν Σικελικὴν κλεφτουργιάν, τρέψας πολλάκις εἰς φυγὴν τοὺς καραβινιέρους, εἶχε δειλιάσει πρὸ τοῦ δημίου.

«Ἂν ἤμην ἐγὼ πνευματικός του», εἶπεν ὁ προκαλόγηρος, «θὰ κατώρθωνα νὰ τὸν κάμω ν’ ἀποθάνῃ παληκαρίσια, μὲ τὴν ἐφεύρεσιν τοῦ μακαρίτου θείου μου Πάτερ Βαρνάβα. Εἶναι ἡ μόνη ἱκανὴ νὰ κάμῃ καὶ τὸν δειλότερον κατάδικον ν’ ἀντικρύσῃ χωρὶς φόβον τὴν φοῦρκαν ἢ τὴν καρμανιόλαν.»

«Καὶ εἰς τί συνίσταται αὐτὴ ἡ ἐφεύρεσις;» ἠρώτησα μετὰ περιεργείας.