Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/119

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ115

κατηγορηθῇ ὡς καθ’ ὑπερβολὴν ἁπλοϊκός, ὡς ἀναζητητὴς ψύλλων εἰς τ’ ἄχυρα, ὡς κοπανιστὴς ἀέρος, ἂν ὄχι καὶ ὡς ἰδιότροπος, δύστροπος, παράξενος, ἀσυμβίβαστος καὶ ἀνάξιος νὰ συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ἐξύπνων Ῥωμῃῶν. Ὁ τίτλος διορθωτοῦ τοῦ ῥωμαίικου κατήντησε ν’ ἁμιλλᾶται κατὰ τὴν γελειότητα πρὸς τὸν τοῦ τετραγωνισμοῦ τοῦ κύκλου.

Τοῦτον φοβούμενοι, περιωρίσθημεν ἀπὸ ἱκανῶν ἤδη ἐτῶν νὰ λέγωμεν εἰς τοὺς ἀναγνώστας μας παραμύθια περὶ γάτων, σκύλων, ἀλόγων, βοῶν καὶ Συριανῶν συζυγῶν. Σήμερον ὅμως προτιμῶμεν κατ’ ἐξαίρεσιν νὰ διηγηθῶμεν εἰς αὐτοὺς μίαν ἀληθεστάτην ἱστορίαν, ἥτις ἔχει τὸ πλεονέκτημα νὰ ὁμοιάζῃ παραμύθι καὶ πλὴν αὐτοῦ νὰ συνδέεται στενῶς μὲ τὸ μέγα ζήτημα τῆς θανατικῆς ποινῆς. Ὡς πάντες γνωρίζουσι, τὸ ἐκτάκτως φοβερὸν τῆς ποινῆς αὐτῆς ἔγκειται εἰς τὰς προηγουμένας τῆς ἐκτελέσεως ἀγωνιώδεις ὥρας τοῦ καταδίκου. Ἐνῷ τὸν ἐφορμῶντα κατ’ ἐχθρικοῦ προμαχῶνος στρατιώτην ἢ τὸν πνέοντα τὰ λοίσθια ἀσθενὴ ὑποστηρίζει μέχρι τελευταίας πνοῆς ἡ ἐλπὶς ὅτι ἐνδέχεται νὰ σωθῶσιν, εἰς μόνον τὸν κατάδικον ἐπιβάλλεται ν’ ἀντικρύσῃ τὴν ἀπόλυτον βεβαιότητα τῆς ἐπικειμένης αὐτοῦ ἐκμηδενίσεως. Ἂν ἦτο δυνατὸν ν’ ἀπαλλαχθῇ τοῦ φοβεροῦ τούτου ἀντικρυσμοῦ, θὰ ἐστεροῦντο τοῦ κυριωτάτου αὐτῶν ἐπιχειρήματος οἱ ἐξεγειρόμενοι κατὰ τῆς θανατικῆς ποινῆς, ὡς ἐλπίζομεν νὰ πεισθῶσιν οἱ ἀναγνῶσται τῆς κατωτέρω ἀψευδοῦς διηγήσεως.

Ἡ οὐσία τῆς ἱστορίας ταύτης παρέμενεν ὡς συγκεχυμένον καὶ ἀδέσποτον παιδικὸν ἄκουσμα εἰς γωνίαν τινὰ τῆς μνήμης μας, ὅτε ἔτυχε νὰ τὴν ἀκούσωμεν ἐπιβεβαιουμένην καὶ συμπληρουμένην ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ ὅπου συνέβη παρ’ αὐτοῦ τοῦ ἀνεψιοῦ τοῦ ἥρωος αὐτῆς. Περιηγούμενοι κατὰ τὸν χειμῶνα τοῦ 187… τὴν Σικελίαν καὶ διατρίβοντες ἀπὸ τίνων ἡμερῶν εἰς τὴν Μεσσήναν, ἔτυχεν ἑσπέραν τινὰ νὰ ζητήσωμεν ἄσυλον κατ’ αἰφνιδίας καταιγίδος εἰς τὸ πλησιόχωρον ἑλληνικὸν προξενεῖον. Πλὴν τοῦ κυρίου προξένου, παλαιοῦ ἡμῶν φίλου, εὕρομεν εἰς τὴν αἴθουσαν ἓν ἀνδρόγυνον, τὸ ὁποῖον μᾶς ἐπαρουσίασε μειδιῶν μετά τινος εἰρωνείας ὡς τὸν πανοσιώτατον καπουκῖνον Δομένικον Λαμαδόρον, ἤτοι Κυριακούλην Χρυσοσπάθην καὶ τήν… κυρίαν του. Τοῦτο δὲν ἦτο ἀστειότης. Μετὰ τὴν κατάκτησιν τῷ ὄντι τῆς Ῥώμης ὑπὸ τῶν Ἰταλῶν