Σελίδα:Πως έμαθα να κολυμπώ, Αιμίλιος Ριάδης.djvu/3

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

ἕνα μὲ τ’ ἄλλο μὲ σανίδια. Κ’ ἔτσι τὸ λοιπό, ἕνα μεσημέρι, χωρὶς νὰ μὲ πάρη κανένας μυρουδιά ἀνέβηκα ἀπάνω σ’ αὐτὸ τὸ ἐπικίνδυνο πρᾶμμα καί, περιπατῶντας ἕνα-ἕνα τὰ σανίδια στὸ μάκρος τους, ἔφτασα ὡς τὴ μέση.

Ἐκεῖ κοντοστάθηκα λιγάκι, μὰ λὲς νὰ φοβήθηκα νὰ γυρίσω πίσω, λὲς καὶ μ’ ἔσπρωχνε κάποιος δαίμονας, ἔφτασα στὴν ἄκρηα πατώντας τὸ τελευταῖο σανίδι, καὶ τότε γιὰ πρώτη βολὰ ξεθάρρεψα νὰ ρίξω τὸ μάτι μου κάτω στὸ βαθὺ μαβὶ νερὸ ποὺ μαύριζε ὅλο κακοὺς σκοπούς, στὸ βάθος.

Τρομάρα μου! Τὶ ἀφάνταστο βάθος!. Βέβαια στὴν πραγματικότητα δὲν θἆταν περισσότερο ἀπὸ δυὸ τρεῖς ὀργυιὲς νερὸ τὸ πολὺ-πολύ. Ἐμένα ὅμως μοὔκανε τὴν ἐντύπωσι ἑνὸς ἀτέλειωτου κατεβάσματος. Σωστὸς ἀναποδογυρισμένος οὐρανός!

Κι’ ἀμέσως σὰ νὰ τὴν εἶχα παραγγελιά, ἔτρεξεν ἡ προκομμένη μου σκέψι νὰ μοῦ σερβίρη ὅλα τὰ τρομερὰ καὶ φοβερὰ ἐκεῖνα θαλάσσια τέρατα ποῦ τἄβλεπα τόσο συχνὰ στό... τηγάνι.

Χρυσόφες. ἀγριομπαρμπούναρους, γοβίδια! Κι’ ὅλα αὐτὰ μ’ ὀρθάνοιχτο καὶ μ’ αἱμοβόρο στόμα καὶ μὲ γουρλωμένα τὰ γυάλινα καὶ χωρὶς ἔκφρασι μάτια τους, ἕτοιμα νὰ μὲ χάψουν. Κι’ ὅπως ἔκανα νὰ γυρίσω πίσω νά! τὸ σανίδι ξεκαρφώνεται, σηκώνεται ὄρθιο καί... μπλούμ, ἐγώ, μέσ’ στὰ βαθειὰ νερὰ μὲ τὸ μαῦρο φόντο, περιτριγυρισμένος ἀπὸ χίλια, μύρια μάτια ψαρίσια, γουρλωμένα καὶ χωρὶς ἔκφρασι.

Πρῶτα πρῶτα πῆγα γραμμὴ ὡς τὸν πάτο χωρὶς νὰ πατήσω, πρᾶγμα ποὺ ἐπαύξησε τὴν τρομάρα μου, ἔπειτα βγῆκα στὴν ἐπιφάνεια σχεδὸν ἀμέσως, ἀφοῦ θὰ κατάπια κάνα δυὸ γουλιὲς ἅρμη—ὅλα αὐτά σὲ μερικὰ δευτερόλεφτα — καὶ χωρὶς νὰ καταλάβω κ’ ἐγώ τὸ τὶ καὶ πῶς, ἄρχισα μὲ ἀφάνταστη ἀπελπισία καὶ δύναμι, νὰ κουνῶ χέρια καὶ πόδια, ὅπως εἶδα μιὰ φορὰ νὰ κουνᾶ τὰ μπροστινά του ποδαράκια ἕνα σκυλάκι ποὺ ρίξανε στὸ γιαλό.

Οὔτε δράκαινες πειά, οὔτε ἀγριοχρυσόφες... Ἡ ζωὴ μονάχα. Ἡ ζωή!.. Κ’ ἔτσι ἀκατάπαυτα, κουνῶντας τὰ τέσσερα μου μέλη σὰν τὸ σκυλάκι, τραβοῦσα μὲ πολλὴ παληκαριὰ ἐμπρός, δηλαδὴ πίσω κατὰ τὴ στεργιά. Κι’ ὅταν τέλος βγῆκα ἔξω μὲ κάποια τρεμούλα στὰ γόνατά μου, ἤμουν ἀνάλαφρος σὰν πουλάκι, σὰ νὰ εἶχε φύγη ἀπὸ πάνω μου ὅλο τὸ βάρος τὴς θάλασσας, μαζῆ μὲ τὸ φόβο τοῦ βαθιοῦ νεροῦ. Ἤξερα πειὰ νὰ κολυμπῶ! Ναῖσκε, θείτσα Βαγγελοῦδα, ἤξερα πειά, ἤξερα... Κ’ ἔμαθα στὸ λεφτό,