Σελίδα:Πως έμαθα να κολυμπώ, Αιμίλιος Ριάδης.djvu/4

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

ἀφοῦ τυρανίστικα τόσο μὲ τὴν ἀποθυμιὰ νὰ μάθω.

Ἀλλοίμονον ὅμως ἄν συνέβαινε τὸ ἐναντίο τὸ καλοκαιριάτικο ἐκεῖνο γιόμα. Χωρὶς νἄπαιρνε κανένας μυρουδιά, τὸ πτωματάκι ἑνὸς παιδιοῦ ἕξη, ἑφτὰ χρονῶ, θὰ κυλιόνταν στὴν ἄκρηα σὰν κἄποιου συμμαθητῆ μου Θωμᾶ Μάντουκα, ἐνῶ θὰ μουρμούριζαν μὲ μακρόσυρτη εἰρωνεία τ’ ἀγαπημένα μου τὰ κυματάκια: Εἶναι καιρὸς - μὲ πολλὰ σσ— εἶναι καιρὸςςςς νὰ μάθηςςςς νὰ κολυμπᾶςςςς...

Ἃπλωσα ὡς τόσο τὰ βρεγμένα μου ρουχαλάκια στὸν ἥλιο καὶ ξαναδοκίμασα τὸ πείραμα κἄνα δυὸ βολὲς ἀκόμα, ξεκινῶντας ὅμως αὐτὴ τὴ φορὰ ἀπὸ τὰ ρηχά.

Κι’ ἀφοῦ βεβαιώθηκα πειὰ πὼς ἦταν ἀλήθεια, πὼς ἤξερα κολύμπι, κατάπια τὴ χαρά μου καὶ δὲν εἶπα σὲ κανένα τίποτες.

Τὴν ἄλλη τὸ πρωΐ. ἡ καϋμένη ἡ θείτσα μου δοκίμασε νὰ μὲ τραβήξη ὡς τὸ γόνατο στὴ θάλασσα. Ποῦ, ὅμως ἐγώ! Φωνές, κακό... Δὲν ἔρχομαι καὶ δὲν ἔρχομαι!.. Εἶδε κι’ ἀπόειδεν ἡ γυναῖκα καὶ μ’ ἄφησε στ’ ἀκρογιάλι. Μόλις ὅμως ἔκανε πὼς τραβοῦσε στ’ ἀνοιχτά, νἆμαι κ’ ἐγώ ξοπίσω της χωρὶς νὰ πάρη κάβο... Τέλος, κάποια στιγμή, καθώς πήγαινε ξέγνοιαστη, γυρνῶντας τὸ κεφάλι της, εἶδε νὰ τὴν ἀκολουθᾶ κἄτι σὰ δελφίνι καὶ κόντεψε νὰ τὴς ἐρθῆ λιποθυμιὰ ἀπ’ τὸ φόβο...

Μπρέ!.. Μοῦ φώναξε μὲ πνιγμένη φωνή... Πίσω γρήγορα!..

Μὰ ποῦ νὰν τἀκούσω πειὰ αὐτά...

Ω! γοητεία τοῦ μαβιοῦ, βαθιοῦ νεροῦ!

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΡΙΑΔΗΣ