Σελίδα:Πως έμαθα να κολυμπώ, Αιμίλιος Ριάδης.djvu/2

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

βρεγμα ἀπ’ τὰ διάφαια κυματάκια, ποὺ φάνταζαν μέσα μου σὰ χαμόγελα τοῦ ἀπέραντου μαγευτικοῦ πελάου, τὴς ἀπέραντης νεανικῆς ὠμμορφιᾶς ἀθάνατος κατοπτρισμός.

Ἔτσι ἔννοιωθα τὴ θάλασσα ἐγώ.

Ὁμολογῶ πῶς τὰ βαθειὰ νερὰ δὲν ἦσαν καθόλου τοῦ γούστου μου. Αὐτὸ θἆταν βέβαια ἡ αἰτία ποὺ θάμαζα τόσο πολὺ τὴ θείτσα Βαγγελούδα πού, μὲ τὸ κεφάλι χωμένο μέσα σ’ ἕναν κοῦκον ἀπὸ καραβοπάνι, τραβοῦσε στ’ ἀνοιχτά, μὲ μεγάλα, ὅλο θάρρος, ἀνοίγματα τῶν γερῶν της μπράτσων, φυσώντας σὰν ἄντρας καὶ σὲ λιγάκι φαινότανε σὰ μιὰ μικρούλα ἔμψυχη τάπα, ποὺ χοροπηδοῦσε χαρούμενα, πάνω στὴν ἀτέλειωτη γοητεία τοῦ πελάου.

Ἔτσι ἔνοιωθε τὴ θάλασσα ἡ θειά μου!

Κ’ ἐγώ, ἄχ! ἐγώ... Ὅσες φορὲς ἔκανε τὸ μπάνιο της, τὴν ἀκολουθοῦσα μόνο ὡς τὸ γόνατο μέσα στὸ νερό, τὸ πολὺ ὡς τὴ μέση. Ποῦ, νὰ χωθῶ πάρα μέσα. Κι’ ὅμως, μιὰ φορὰ ὡς τόσο, ξεγελάστηκα δὲ ξέρω πῶς, καὶ χώθηκα στὴ θάλασσα ὡς τὸ λαιμό Μὰ πετάχθηκα ἀμέσως στὰ ριχά, γιατὶ μοῦ φάνηκε πὼς κάποια δύναμι τεράστια, ἀπρόσωπη, ἀόρατη καὶ δολερή, προσπαθοῦσε μὲ τρόπο νὰ μὲ γραπώση ἀπ’ ὅλο μου τὸ κορμὶ καὶ νὰ μὲ ρουφήξη, γλούπ, ἀμέσως μέσα στὰ σκοτεινὰ της βάθια... Θυμᾶμαι μάλιστα μὲ πόσο κόπο κατώρθωσα νὰ ξεφύγω γιὰ νὰ ξαναύρω πάλι τὴν ἀμμουδιά μου μὲ τὰ διάφανα κυματάκια, ποὺ τόσο μοιάζανε μὲ τὸν κεντημένο γῦρο τῶν μεδουσῶν...

«Δὲ θὰ μάθης νὰ κολυμπᾶς» ἄκουα τώρα τὴ φαντασία μου, ποῦ ἔπαιρνε τὰ χοντρὰ λυγίσματα τὴς φωνῆς τῆς θειᾶς μου.

«Δὲ θὰ μάθης νὰ κολυμπᾶς...» Πολὺ καλὰ λοιπόν. ... Στὸν κόρακα λοιπόν... Ναῖσκε λοιπόν. Δὲν θὰ μάθαινα νὰ κολυμπῶ. Τὶ θέλεις ἄλλο! Αὐτὰ ἔλεγα στὸν ἑαυτό μου Κι’ ὅμως, ἀπ’ τὴν ἄλλη μεριά, σὰ μιὰ δύναμι γλυκειά, ἀκαθόριστη, ἀπρόσωπη καὶ πειστικιά μὲ τραβοῦσε δυνατὰ τὸ βαθύ, τὸ γαλάζιο νερό.

Θ’ ἄθελα κ’ ἐγὼ στὸ κάτω τὴς γραφῆς, νὰ δοκίμαζα γιὰ δυὸ στιγμές, τὶ εἶδος τρομάρα ἤτανε αὐτὴ ποὺ ἔδιδε τὸ εὐλογημένο αὐτὸ βαθὺ νερό... Καὶ ἡ εὐκαιρία δὲν ἄργησε νὰ παρουσιαστῆ.

Δίπλα, ὁ γείτονάς μας κὺρ Δημητρὸς ὁ Σιαρέφας, Θεὸς σχωρέστονε, εἶχεν ἀποφασίση νὰ μολώση τὴ θάλασσα καμμιὰ πενηνταριὰ μέτρα βάθος. Εἶχε μάλιστα βάλη καὶ τὴ οχετικὴ σκαλωσιά, ἕνα πρᾶγμα σὰ πρωτόγονη ἐξέδρα στὸ νερό, δηλαδὴ μερικὰ ἁπλὰ παλούκια ποὺ δένονται τὸ