Σελίδα:Περί νομίσματος και της κτητικής δυνάμεως των πολύτιμων μετάλλων κατά τους βυζαντινούς χρόνους.pdf/12

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
10

ΜΕΡΟΣ Β′
Η ΚΤΗΤΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ

Ἡ μετρολογία καθιστᾷ εὔκολον τὴν ἑξαίρεσιν τῶν συγχρόνων νομισμάτων πρὸς ἃ ἀντιστοιχεῖ νόμισμα παλαιοτέρας ἐποχῆς: λ. χ. πρὸς πόσα φράγκα ἰσοδυναμεῖ ὁ ἐν βυζαντινῷ νομίσματι περιεχόμενος χρυσός. Δυσλυτώτερον δ’ ὅμως παραμένει ἕτερον ζήτημα: τίς ἦτο ἡ κτητικὴ ἀξία τοῦ χρυσοῦ κατὰ τοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους.[1]

Καὶ διὰ μὲν τὴν κλασσικὴν ἀρχαιότητα τείνει σήμερον ἡ ἐπιστήμη νὰ παραδεχθῇ τὴν αναλογίαν 1:8, τουτέστιν ὅτι διὰ ποσότητος πολυτίμων μετάλλων ἀξίας σήμερον 100, φέρ’ εἰπεῖν, φράγκων θὰ ἠγόραζέ τις ἐπὶ Περικλέους ἀντικείμενα διὰ τὰ ὁποῖα σήμερον θὰ ἔπρεπε νὰ δώσῃ 800.


  1. Ἐπιστεύθη πρὸς στιγμὴν ὅτι αὕτη ἠδύνατο νὰ ἐξευρεθῇ διὰ τοὺς ἀμέσως προγενεστέρους ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ περιφήμου διατάγματος τοῦ Διοκλητιανοῦ περὶ τιμῆς τῶν ὀνίων (Edictum ad provinciales de pretiis rerum venalium).
    Πλὴν τὸ διάταγμα τοῦτο τοῦ 301, ἀνεξαρτήτως ἐπιγραφικῶν τινων σχετικῶν πρὸς τὴν διατίμησιν δυσχερειῶν, κανονίζει οὐχὶ τιμὰς ὠνίων, ἀλλ’ ἀνώτατον ὅριον αὐτῶν, παραδέχεται δὲ μάλιστα ὅτι εἴς τινας ἐπαρχίας αἱ τιμαὶ ἦσαν κατώτεραι.
    Πρὸς τούτοις, ὅπερ καὶ σπουδαιότερον, τὸ διάταγμα ἐξεδόθη ὅπως θέσῃ φραγμὸν εἰς τὴν ὕψωσιν τῶν τιμῶν ἥτις εἶχε προκύψῃ ἐκ τῆς ὑποτιμήσεως τοῦ χαλκίνου δηναρίου. Πλὴν οἱ εἰδικώτερον μελετήσαντες τὸ ζήτημα ἀποφαίνονται ὅτι τὸ δηνάριον τοῦτο νοθευόμενον δὲν εἶχε τὴν ὀνοματικὴν αὐτοῦ ἀξίαν, καὶ ὅτι ἡ ὕψωσις τῶν τιμῶν ἠκολούθει ἀναγκαίως τῇ κοπῇ αὐτοῦ, ὅπως σήμερον αὕτη μοιραίως ἕπεται τῇ ἐκδόσει ὑποτετιμημένου χαρτονομίσματος.
    Ὅθεν τὸ διάταγμα τοῦ Διοκλητιανοῦ δὲν δίδει ἡμῖν ἀκριβῆ ἔννοιαν τῶν πραγματικῶν τιμῶν, ὅπως δὲν θὰ ἔδιδε τοιαύτην τιμολόγιον ἐμπορευμάτων ἐν χώρᾳ ἐν ᾗ κρατεῖ ἡ καταναγκαστικὴ κυκλοφορία.
    Τὸ διάταγμα ἐξέδωκε τῷ 1873 ὁ πρότερον γράψας περὶ αὐτοῦ διατριβὴν (ἐν Ber. d. Kgl. Sach. Ges. Wiss. 1851) Mommsen (Corp. Inscr. Lat. τόμ. Γ′, 2), ἐσχολίασε δ’ αὐτὸ μεταξὺ ἄλλων ὁ Waddington (Παρίσιοι, 1864) καὶ ὁ Blumner (1893).
    Ἀξιανάγνωστα λίαν εἶναι τὰ δύο ἄρθρα τοῦ Karl Bücher, Die Diokletianische Taxordnung von Jahre 301 (Zeitschr. f. Staatsw. τόμ. I, II, 1896). Ἐδημοσιεύθησαν δὲ καὶ πολλαὶ ἄλλαι μελέται ἐπὶ τοῦ θέματος, ἐφ’ ὅσον τμήματα τοῦ διατάγματος ἀλληλοσυμπληρούμενα ἀνεσκάπτοντο ἐν Ἑλλάδι ἢ Ἀνατολῇ.