Σελίδα:Πανδώρα Τεύχος 3.djvu/8

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
56
ΠΑΝΔΩΡΑ.

ἀπέλθω. Εἰς τὰς τελευταίας μας κἂν στιγμὰς μὴ θέλῃς νὰ χωρισθῶμεν.

— Ἀλλὰ πρέπει ν' ἀπέλθῃς, ἐπέμεινε λέγων ὁ πατήρ της, διότι ἤθελε νὰ τὴν ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὰς τρομερὰς ἐκείνας ἐντυπώσεις, αἵτινες ἐντὸς ὀλίγου ἤθελον τὴν φονεύσει. Ὁ Ῥοδίνης θέλει, ἔχει ἀνάγκην, νὰ μείνῃ μόνος.

— Τῷ ὄντι, φίλη τῆς καρδίας μου, εἶπεν ὁ Ῥοδίνης, ἔχω ἀνάγκην νὰ μείνω μόνος ἐπί τινας ὥρας, μόνος μὲ τὸν λειτουργὸν τοῦ θεοῦ, καὶ μετὰ ταῦτα μόνος μὲ τὸν θεόν.

— Ἐλθὲ, κόρη μου, εἶπεν ὁ Βοράτης, σύρων τὴν Ἀγγελικὴν πρὸς τὴν θύραν.

— Λοιπὸν χωριζόμεθα, ἔκραξεν ἡ Ἀγγελικὴ μὲ φωνὴν σπαράττουσαν τὴν καρδίαν. Ἰδοὺ ὁ τελευταῖος ἡμῶν χωρισμὸς. Αὔριον ἀπὸ πρωΐας, σοὶ τὸ ὑπόσχομαι, θὰ εἶμαι πλησίον σου, καὶ ἔκτοτε ποτὲ πλέον δεν θὰ χωρισθῶμεν.

Ὁ Βοράτης ἐῤῥίφθη τότε εἰς τοῦ Ῥοδίνου τὰς ἀγκάλας, καὶ ἤθελε νὰ ὁμιλήσῃ, ἀλλὰ τὰ δάκρυα τῷ ἔκοψαν τὴν φωνήν.

—Τὴν μητέρα μου, τὴν δυστυχῆ μου μητέρα! εἶπεν ὁ Ροδίνης. Ἂς μὴ μάθῃ τὸν τρόπον τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ της. Ἂς πιστεύσῃ ὅτι ἀσθένεια μὲ ἀνήρπασε. Παρηγόρησέ την, ἂν εἶναι δυνατόν. Εἶχε τόσην πρὸς ἐμὲ ἀγάπην! — Καὶ τώρα ὑπάγωμεν. Τὰς λοιπὰς παραγγελίας μου αὔριον.

Ὁ Βοράτης ἐξῆλθε σύρων τὴν κόρην του σχεδὸν ἀναίσθητον. Ἀλλ' ἡ Ἀγγελικὴ δὲν ἠθέλησε νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὴν οἰκίαν της· ἀλλ' εὑροῦσα ἀνοικτὴν τὴν θύραν τῆς γειτονικῆς των ἐκκλησίας τοῦ Ἀγίου Διονυσίου, εἰσῆλθεν εἰς αὐτὴν, καἰ ἐῤῥίφθη γονυπετὴς ἐμπρὸς εἰς τὸ ἱερὸν, καὶ ἔμεινε προσευχομένη ἕως εἰς τὴν αὐγήν.

Ὁ δὲ Ῥοδίνης, ἅμα ἔμεινε μόνος, ἔλαβε τὸν κάλαμον καὶ ἔγραψε διαθήκην, δι' ἧς κατέλειπε κληρονόμον του τὸν Βοράτην, κηρύττων ὅτι ἡ τοῦ κόμητος Ναννέτου εἶναι ἀληθὴς, καὶ ἀπαιτῶν ἀπὸ τὸν κληρονόμον του νὰ ἐπιδιώξῃ ἐνώπιον τῶν δικαστηρίων τὴν ἀπόδειξιν τῆς γνησιότητος καὶ τὴν ἐπικύρωσιν αὐτῆς.

Μετὰ ταῦτα δ' ἐλθὼν πρὸς τὸν ἱερέα, ἐξωμολογήθη μετὰ πάσης ταπεινότητος, εἰπὼν ὅτι πολλὰ ἥμαρτεν ἐπὶ τῆς ζωῆς του, ἀλλ' ὅτι τοῦ ἐγκλήματος δι' ὃ κατεδικάσθη εἶναι ἀθῶος, ἂν καὶ ὁ ἱερεὺς ἐν ὀνόματι τῆς ψυχικῆς σωτηρίας του πολλάκις τὸν προέτρεψε νὰ ὁμολογήσῃ τὴν ἐνοχήν του, καὶ νὰ αἰτήσῃ τὴν συγχώρησίν του ἀπὸ τὸν ἐλεήσαντα καὶ συγχωρήσαντα τὸν λῃστήν. Ἀλλ' ὅλαι αἱ συμβουλαὶ αὗται κατ' οὐδὲν μετέβαλον τὴν ἐξομολόγησίν του. Μετὰ ταῦτα δ' ἐζήτησε καὶ μετέλαβε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, καὶ ἔπειτα, ἀφοῦ ὁ ἱερεὺς ἀνεχώρησεν, ἔμεινε βεβυθισμένος καὶ αὐτὸς εἰς προσευχὴν μέχρι τῆς αὐγῆς· καὶ βεβαίως αἱ εὐχαὶ του ἀπηντήθησαν πολλάκις μὲ τὰς τῆς Ἀγγελικῆς, ἐνῷ ἀνέβαινον πρὸς τὸν θρόνον τοῦ πλάστου.


Ζ΄.


Κατὰ τὴν ἐσπέραν τῆς ἐνάρξεως τοῦ παρόντος διηγήματος εἴδαμεν πόσην κατήφειαν ἐπροξένησεν εἰς τὴν Μαρίναν, τὴν τρυφερὰν θυγατέρα τοῦ συμβολαιογράφου Τάπα, ἡ αἰφνιδία ἀναχώρησις τοῦ κόμητος Γερασίμου, χωρὶς κᾀν νὰ τῇ εἰπῇ καλὴν νύκτα, χωρὶς κᾀν νὰ δοκιμάσῃ τὰ κεράσιά της. Οἱ λόγοι τοῦ πατρός της τὴν ἔπεισαν μὲν προσωρινῶς· ἀλλὰ διετέλεσεν ὅλην τὴν νύκτα ἐκείνην περιμένουσα τὴν ἐπερχομένην ἡμέραν, καὶ ὃλην τὴν ἡμέραν περιμένουσα τὴν ἐσπέραν, ὅταν ἔπρεπε νὰ ἐπανέλθῃ ὁ Γεράσιμος, καὶ σχεδιάζουσα μὲ τίνας δηκτικοὺς λόγους, μὲ τίνας χαρίεντας μορφασμοὺς θὰ τῶ ἀποδείξῃ τὴν ὀργήν της διὰ τὸν τρόπον του, καὶ ὁ πατὴρ της ἀς λέγῃ.

Ἀλλὰ ἡ ἑσπέρα ἦλθε, καὶ ὁ Γεράσιμος ὄχι· ὁ δὲ Τάπας, βλέπων τὰς ἀδιακόπους εἰσόδους καὶ ἐξόδους της, τὰ βλέμματά της πρὸς τὸ παράθυρον καὶ τὰς καταβάσεις της πρὸς τὴν θύραν, ἐννόει τὴν ἀνησυχίαν της. Ὅταν λοιπὸν ἦλθεν ἡ ὥρα τοῦ δείπνου, καὶ ἐκάθησαν εἰς τὴν τράπεζαν,

— Φαίνεται, δούγκουε, εἶπε, κόρη μου, ὅτι τὰ κεράσιά σου θὰ τὰ φάγωμεν μόνοι μας. Ὁ Κόντε Γεράσιμος, τοῦ κακοῦ τὸν προσμένεις, δὲν ἔρχεται.

— Δὲν προσμένω ἐγὼ τὸν Γεράσιμον, εἶπεν ἡ Μαρίνα μὲ κίνημα κεφαλῆς ἐκφράζον μυστικὸν πεῖσμα.

— Δὲν τὸν προσμένεις; ἂ! βεραμέντε, κ' ἐγὼ ποῦ τὸ πίστευγα, ὅταν εἶδα ποῦ μ' ἄφησες νὰ προσμείνω τὸ πράντζο δύω ὥραις, κ' ἔβαλες κ' ἐκειὸ τὸ τρίτο σερβίτζιο, κ' ἐκεῖ κοντὰ τὰ μεγαλῄτερα κεράσια ἀπὸ τὸ περιβόλι μου. Δἐν τὸν ἐπρόσμενες δούνκουε; Τάντο μέλιο, ἐπειδὴ διὰ μερικαῖς ἡμέραις πρέπει νὰ μὴ τὸν ἀσπεττάρῃς.

— Πῶς μερικὰς ἡμέρας; ἔκραξεν ἡ Μαρίνα μὲ τόνον φωνῆς, ὅστις ἀπεδείκνυεν ὅτι τὸν ἐπερίμενεν ἐξ ἐναντίας, καὶ ὅτι ἦτον ἀνήσυχος καὶ παρωργισμένη διότι δὲν τὸν ἔβλεπεν ἐρχόμενον.

— Ὁ Κόντε Γεράσιμος, ἀπεκρίθη ὁ Τάπας, εἶχε, κόρη μου, δουλειὰ πρεσάντε, πολὺ πρεσάντε, κ' ἔπρεπε νὰ πηγαίνῃ. Δὲν μποροῦσε νὰ χάσῃ νὲ μένο ἕνα μινοῦτο. Διὰ ἀλίγον καιρὸν δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ τὴν ἀφήσῃ, χωρὶς νὰ κομπρομετάρὴ ὅλα τὰ ἰντερέσσα του.

— Δι' ὀλίγον καιρὸν, καὶ πόσον καιρὸν, ἐρώτησεν ἡ Μαρίνα;

— Πόσον καιρόν; πόσον καιρόν; μὴ γὰρ ἠξεύρω πόσον; Δέκα ἡμέραις, δεκαπέντε ἡμέραις, εἶπεν ὁ συμβολαιογράφος διὰ νὰ μὴ τὴν λυπήσῃ.

— Πῶς, δεκαπέντε ἡμέρας; ἀνέκραξεν ἡ Μαρίνα ἐν ἀπελπισίᾳ.

— Τὸ ἰντερέσσο του εἶναι καὶ ἰντερέσσο σου, κάρα μία, εἶπεν ὁ πατήρ της· ὅταν ἔλθῃ ὀπίσω θενὰ εἶναι τότε δικός σου. Τότε θὰ γένῃς ἡ ποιὸ πλούσια καὶ ἡ ποιὸ περήφανη καὶ ἡ ποιὸ παινεμένη κοντέσσα τῆς Κεφαλλονίας καὶ τῶν ἑπτὰ νησιῶν. Σήμερ' ἄκουσες ποῦ ἀπέθανεν ὁ γέρο κόντες· ὁ Γεράσιμος ὁ πόβερος δὲ