Σελίδα:Ο όρκος (Μαροκοράς).pdf/18

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
= 16 =

Σκαρβαλωμένα στὰ σκοινιὰ καὶ στὸ κατάρτι τώρα,
Νὰ ξαναϊδοῦν γυρεύουνε τὴν ἀκριβή τους χώρα·
Κ’ ἐνῷ κατάγναντα τὸ φῶς ἁπλοχωράει καὶ βάνει
Στὰ πορφυρένια γνέφια της ἕνα χρυσὸ στεφάνι,
Βλέποντας τοῦτα νὰ σειστοῦν ἁπ’ τὴν πνοὴ τ’ ἀνέμου,
Θαῤῥοῦν πῶς εἶναι οἱ γίγαντες τοῦ κρητικοῦ πολέμου,
Ὀποῦ μὲ ῥοῦχα αἱματερὰ καὶ δόξας θεῖο σημάδι,
Ψηλά στὰ κορφοβούνια τους γυρνοῦν ἀπὸ τὸν Ἅδη.
Ἰδὲς τ’ ἀτρόμητα παιδιά! στιγμὴ δὲν ἀπαρῃάζουν
Τ’ ἀνάερο ξάγναντο, κ’ ἐκεῖ συμμαζωμένα, ’μοιάζουν
Χρυσὸ μελίσσι ἀρίθμητο, πιασμένο ἀπὸ κλωνάρι,
’Ποῦ πλέει σταῖς αὔραις τοῦ Μαγιοῦ, κρεμάμενο κουβάρι!
Πλὴν σὲ ψηλότερη κορφή, σὲ τέτοιο μέρος, ὅπου
Δὲ φτάνει πέταμα πουλιοῦ, δὲ φτάνει μάτι ἀνθρώπου,
Τῶν γυναικῶν ἡ δέηση φλογόβολη ἀνεβαίνει,
Κ’ ἴσως οἱ ἀγγέλοι τὴν ἀκοῦν, κατὰ τὸ πλοῖο γυρμένοι.
Παρακαλοῦν ᾑ δύστυχαις, θερμὰ παρακαλοῦνε
Γιὰ τοὺς πολλοὺς ὁπὤπεσαν, γιὰ τοὺς ἀθλίους ’ποῦ ζοῦνε,
Δίχως ἐρώτηση κρυφὴ στὸν Πλάστη ν’ αὐθαδειάσουν
Ποιὸν ἀκριβὸ θὰ κλάψουνε καὶ ποιόνε θ’ ἀγκαλιάσουν.
Ἐλπίδα, φόβος, λύπηση, χαρὰ κ’ εὐγνωμοσύνη,
Σμίγονται χίλια αἰσθήματα στὴν προσευχὴν ἐκείνη,
’Ποῦ μουρμουρίζουνε τ’ ἁγνὰ τῆς Κρήτης περιστέρια,
Μὲ σηκωμένα βλέμματα, μὲ σηκωμένα χέρια.
Ἔτσι, κ’ ἡ νύχτα ’σὰ διαβῇ ’σὰν πάψ’ ἡ ἀνεμοζάλη,
Στὸ φῶς ξανασηκόνονται τὰ λουλουδάκια πάλι·
Ξανασηκόνονται στὸ φῶς, καί, πυρωμένα, βγάνουν
Χίλιαις ὁλόγυρα εὐωδιαῖς, ’ποῦ μία μονάχη κάνουν.
Ὤ ναί! περνῶντας τὰ βουνά, περνῶντας κάθε ἀστέρι,
Βυθίστε τὴν ἁγνότατη ψυχὴ στὰ οὐράνια μέρη,