Σελίδα:Ο όρκος (Μαροκοράς).pdf/17

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
= 15 =

Καὶ ἀπὸ τὸν ὕπνο, σὰν αὐτούς, μ’ ἀχνὴ θωριὰ καὶ ζάλη,
Γυναῖκαις, κόραις καὶ παιδιὰ σηκόνουν τὸ κεφάλι.
«Ἡ Κρήτη!—δὲν ἐχύθηκε τέτοια φωνὴ τριγύρου;
Δὲν εἶν’ ἀπάτη λογισμοῦ, δὲν εἶναι πλάσμα ὀνείρου·
Ἀκόμα—νά!—τῆς Εὐδοκιᾶς ἀχνολογάει τὸ στόμα·
Ὁ μαγεμένος ἦχος του δὲν ἀποσβύστη ἀκόμα!»
Ὤ! πῶς χουμᾶνε γιὰ νὰ ἰδοῦν τ’ ἀγαπημένα μέρη,
’Ποῦ σημαδεύει ἀκίνητο τῆς κορασιᾶς τὸ χέρι!
Μὲ τὶ φωνή, ξανοίγοντας μακρυὰ τὸν Ψηλορίτη,
Χίλιαις φωναῖς νὰ ξαναποῦν, «ἡ Κρήτη!—ἀκοῦς—ἡ Κρήτη!»
Λὲς ὅτ’ ἡ φλόγα τῆς αὐγῆς, ’ποῦ φέγγει ἀπὸ τὴν Ἴδα,
Τὰ στήθη αὐτὰ ξεπάγωσε σὲ μία της μόνη ἀχτίδα;
Καὶ τόσα κλάϋματα χαρᾶς ἐκεῖθε μέσα βγαίνουν,
Ὁποῦ τὰ πρώτα αἰσθήματα σὰ χόρτο ἀναχλωραίνουν.
Χαίρονται ᾑ δύστυχαις! Καὶ τί στὸν κόσμο θὲ νὰ ἐλπίσουν;
Ἄχ! γιὰ τὴν ἔρμη τους χαρὰ κ’ οἱ ἀγγέλοι θὰ δακρύσουν!
Στὴ γῆ, ποῦ πλῆθος ἔπεσαν, ’σὰ θερισμένο στάρι,
Ἴσως κἀνένα θαὔρουνε τ’ ὀλέθρου ἀπομεινάρι·
Ἡ μία, χωρὶς τὰ τέκνα της, τὸν ἄκληρο ἀσπρομάλλη,
Ἔνα της μόνον ἀδελφὸ κἄποιο παιδί της ἄλλη.
Στὸ χῶμα ἐκεῖνο, πωὔρηκαν τόσοι γενναῖοι τὸ μνῆμα,
Νὰ κλάψουνε θὰ δυνηθοῦν, ὡς τὸ κομμένο κλῆμα·
Μία μέρα ἐκεῖ τὰ κόκκαλα θέλει καὶ αὐταὶς ἀφήσουν…
Ἄχ! γιὰ τὴν ἔρμη τους χαρὰ κ’ οἱ ἀγγέλοι θὰ δακρύσουν!
Ἐκεῖ ’ποῦ κλαῖνε, καὶ γελοῦν, καὶ δυνατὰ φωνάζουν,
Μ’ ἀθώα τρομάρα τὰ μικρὰ στὰ μάτια ταῖς κυτάζουν
Ψευδὰ τῆς Κρήτης τ’ ὄνομα κατόπι ξαναλένε,
Καί, ’σὰν τὴ μάννα τους κι’ αὐτά, χαμογελοῦν καὶ κλαῖνε.
Ἀλλ’ ὅσα Κρητικόπουλα χλωμὴ καὶ μακρυσμένη
Στὸ’ νοῦ τους μνήμη ἐφύλαξαν τῆς γῆς ’ποῦ τ’ ἀναμένει,