Σελίδα:Ο όρκος (Μαροκοράς).pdf/13

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
= 11 =

Μακρυά, σβυσμένη ἀκούοντας κάθε ὰρμονία τῆς Κρήτης,
’Ποῦ τὴ νανούριζε τερπνά, ’σὰ μάννα τὸ παιδί της.
Ὦ θεῖε τ’ ἀνθρώπου Φύλακα, ’ποῦ χάμου ἀγάλι ’γάλι
Στὰ γόνατά σου ἐδέχτηκες τὸ ὑπνόγυρτο κεφάλι,
Ψάλλε μου σὺ τὶ ὀνείρατα ’ς ἐκεῖνο φτερουγιάζουν,
Κ’ εὔχομαι πάντα νὰ φυλᾷς ψυχαὶς ’ποῦ νὰ σοῦ ’μοιάζουν!
Εἶναι τοῦ γάμου της ἡ αὐγή. Πετιέται ἀπὸ τὴν κλίνη,
Μὲ τὴ λαχτάρα τοῦ πουλιοῦ, ’ποῦ τὸ κλαρί του ἀφίνει,
Πρώτη φορὰ γυρεύοντας, ὀλίγο ἐκεῖθε πέρα,
Νὰ ἰσοζυγιάσῃ τὸ κορμὶ στὸν ἄγνωστον ἀέρα.
Φιλεῖ τ’ ἀθῷα στρωσίδια της· ὁλόγυρα κυτάζει
Μ’ ἀγγέλου ἀγάπη κάθε τί, καὶ κλαίει ’πῶς τ’ ἀπαρῃάζει.
Νὰ ξαναϊδῇ καὶ τ’ ἄνθια της, πρὶν στολιστῇ καὶ φύγῃ,
Τ’ ἄνθια ποῦ φύτεψεν αὐτή, τὸ παρεθύρι ἀνοίγει,
Καί, πυρωμένα τοῦ φωτὸς ἀπὸ τὴ θείαν ἀχτῖνα,
Λέει ’πῶς γιὰ τέτοιο χωρισμὸ δακρύζουνε κ’ ἐκεῖνα·
Ὁπῶς γλυκὰ τὴ χαιρετοῦν, προτοῦ νὰ τὰ ὀρφανέψῃ,
μ' ὅση εὐωδία τὸν κόρφο τους ὁ Ἀπρίλης εἶχε θρέψῃ.
«Χαριτωμένα λούλουδα, μὴ σᾶς πικράνῃ—λέει—
Ἂν ἡ καρδιά μου, ’ποῦ γιὰ σᾶς τρέμει, πονεῖ καὶ κλαίει,
Μηδὲ μὲ τόσα δάκρυα, μηδὲ μὲ τέτοια θλίψι
Τὴν εὐτυχιὰ ’ποῦ αἰσθάνεται θὰ δυνηθῇ νὰ κρύψῃ.
Τοῦ κάκου! ἀκράτητη χαρά, ’σὰ φλόγα θεία, μ’ ἀνάφτει,
Σπιθίζει ἀπὸ τὰ μάτια μου, στὸ μέτωπό μου ἀστράφτει,
Καὶ δὲν τὴ σβύνει ὁ λογισμός, ὁποὖναι χρεία σὲ ’λίγο,
Ὠϊμὲ! καὶ τοὺς γονέους μου ν’ ἀφήσω καὶ νὰ φύγω.
Μὴν ἡ θλιμμένη σας θωριὰ γι’ αὐτὸ μὲ κατακρίνῃ,
Ἀγαπητὰ τριαντάφυλλα, παρθενικοί μου κρίνοι!
Δίχως τ’ ἀέρι καὶ τὸ φῶς, ἀνθεῖ ἀπὸ σᾶς κἀνένα;
Ἄχ! εἶν’ ὁ Μάνθος μου πνοὴ καὶ φῶς ἡλίου γιὰ μένα!