Σελίδα:Ο όρκος (Μαροκοράς).pdf/12

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
= 10 =

Ἂν ἕνα κούρασμα γλυκὸ κ’ ὕπνος ἀγάλια ἐχύθη
Σὲ τόσα ἐκεῖ, ’ποῦ λάχτιζαν, ἀπελπισμένα στήθη.
Ὅλοι κοιμοῦνται· μοναχὰ δὲν εἶναι σφαλισμένα
Δύο μάτια οὐρανογάλαζα, δύο μάτια ἐρωτεμμένα.
Ὁ στοχασμός, ’ποῦ ’γλήγορα θ’ ἀράξῃ στ’ ἀκρογιάλι,
Ὅπου φαντάζεται νὰ ἰδῇ τὸν ἀκριβό της πάλι,
Ὡς ἔχει χρεία, τῆς Εὐδοκιᾶς ἀνάσασι δὲ δίνει,
Μήτε νὰ κλείσῃ βλέφαρο καθόλου τὴν ἀφίνει·
Πλὴν στὸν ἀγῶνα, ’ποῦ ξυπνὴ τὴν ἐβαστοῦσε ἀκόμα,
Τὸ τρυφερό της ἔπεσε παραδαρμένο σῶμα,
Κ’ ἐκεῖ ’ποῦ ἡ μαύρη καταγῆς ἀκίνητη ἀπομένει,
Στὴ χλόη θαῤῥεῖ τοῦ τόπου της ’πῶς εἶναι πλαγιασμένη.
Ἂν στὸ ῥοδάτο μάγουλο σιγὰ σιγὰ τ’ ἀέρι
Μίαν ἄκρη ἀπὸ τὰ ξέπλεκα σγουρὰ μαλλιά της φέρῃ,
Τ’ ἀγαπημένου τὸ φιλὶ ’πῶς ἀγροικάει παντέχει,
Καὶ νέα σὲ κάθε φλέβα της γλυκάδα οὐράνια τρέχει.
Θωράει λαγκάδια, καὶ βουνά, καὶ ξέφωτα, καὶ δάση,
Τὴν ἐκκλησιά, τὸ σπίτι της, τὸ πατρικὸ λῃοστάσι·
Ὅ,τι ποθοῦσε ἀπὸ μακρυὰ τρεῖς χρόνους, ἡ καϋμένη,
Ὡραία μορφὴ ὁλοφάνερη στὰ μάτια της λαβαίνει.
Ἀκούει πουλάκια ’ποῦ λαλοῦν, μελίσσια ’ποῦ βοΐζουν,
Πλῆθος νερά, ’ποῦ ἀνάμεσα σταῖς πέτραις μουρμουρίζουν·
Ἐδῶ τὸ κῦμα, ’ποῦ κουφὰ χτυπάει κατὰ ταῖς ξέραις,
Τραγούδια ἐκεῖ, βελάσματα, κουδούνια καὶ φλογέραις.
Ἀπάνου, κάτου, ὁλόγυρα, στὴ μέση ἀπὸ τ’ ἀμπέλια
Ἀκούει τοῦ τρύγου ταῖς χαραῖς, τοῦ τρύγου ἀκούει τὰ γέλια,
Καί, μὲ τῆς κόρης τὸ’ σκοπό, τ’ ἀγώρου μὲ τὸ’ στίχο,
Ἄμετρους ἤχους, ’πὤκαναν ἁρμονικὰ ἕναν ἦχο.
Ὡς κυματίζει ἀνάλαφρα στὸ φανταστὸ χορτάρι,
Ξένην αἰσθάνεται ἡδονὴ κ’ ὕπνο ἀρχινάει νὰ πάρῃ,