Σελίδα:Ο όρκος (Μαροκοράς).pdf/11

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
= 9 =

Τότες, ἀχνὴ στὸ πρόσωπο, μὲ θαμπωμένο μάτι,
Δίχως λαλιά, κατάκοιτη ’ς ἕνα φτωχὸ κρεββάτι,
Πολλοὶ τὴν εἶδαν, καὶ κἀνεὶς νὰ ’πῇ δὲν ἐτολμοῦσε
’Πῶς ἦταν ἄψυχο κορμί, ’πῶς ἡ καϋμένη ἐζοῦσε.
Ὁ Χάρος, ’ποῦ, διαβαίνοντας κάμπους, βουνὰ καὶ δάση,
Πλῆθος λουλούδια κρητικὰ τρεῖς χρόνους εἶχε μάσει,
Τὴν ἐπαράστεκε, ὁ σκληρός, μ’ ἔπιθυμία μεγάλη
Στὸ νεκρικὸ στεφάνι του τέτοια μοσκιὰ νὰ βάλῃ.
Πλὴν ἄλλο ἡ τύχη θέλησε, καὶ πάλε μ’ ἕνα δάκρυ
Ἐγλυκοχάραξ’ ὴ ζωὴ στ’ ὡραίου ματιοῦ τὴν ἄκρη·
Μὲ στεναγμοὺς πρωτάνοιξαν τὰ πικραμένα χείλη,
Ὅπου τὸ ῥόδο ἐφύτρωνε κ' ἐσβυότουν τὸ γιοφύλλι,
Καί, καθὼς ἔπεφτε τὸ φῶς ἀπὸ μία ῥάχη ὀπίσω,
Εἶπε βραχνὰ ἡ πολύπαθη «Μ' ἀκαρτερεῖ—θὰ ζήσω!»
Ξένη ἀπὸ τότες μέριμνα στὸ νοῦ της δὲ χωράει·
Νὰ ἰδῇ γυρεύει μοναχὰ τ’ ἀγῶρι ’π’ ἀγαπάει,
Ὁποῦ τῆς εἶναι, ὡς ἔχασε κάθε της ἄλλη ἐλπίδα,
Μάννα, πατέρας, ἀδελφός, ὁλόκληρη πατρίδα.

Πλέει τὸ καράβι ἀδιάκοπα, κ’ ἡ Πούλια ὡστόσο δείχτει,
Στὸν οὐρανὸ ἀρμενίζοντας, ’πῶς εἶναι μεσανύχτι.
Ὅλα σιγοῦν—Στὴ θάλασσα γλυκοκοιμοῦντ’ οἱ ἀνέμοι,
Καί, κάθε ἀστέρι, ’ποῦ ψηλὰ φεγγοβολάει καὶ τρέμει,
Φαίνετ’ ἀγγέλου σπλαχνικοῦ προσηλωμένο βλέμμα
Στὸν κόσμο, ποῦ ποτίζεται πάντα μὲ δάκρυα κ’ αἷμα.
Κἄποιο, στὰ βάθη τῆς νυκτός, Πνεῦμα καλὸ καὶ θεῖο
Μ’ ἐλεημοσύνη θά ’γυρε τὰ μάτια καὶ στὸ πλοῖο,