Σελίδα:Ο όρκος (Μαροκοράς).pdf/14

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
= 12 =

Ἀπόψε—καλοθύμητη παραμονὴ τοῦ γάμου!—
Ἔλεα, μὲ φρίκη δυνατή, στὴν ὑπνοφαντασιά μου
Ὁπῶς ἡ τύχη μ’ ἔῤῥιξε, φτωχὴ καὶ μαυροφόρα,
Σὲ ἀκρογιαλιαὶς ἀγνώρισταις, μακρυὰ σὲ ξένη χώρα·
Καὶ στὴν ἠχώ, ’ποῦ μέσα μας, μὲ φόβους ἢ μ’ ἐλπίδα,
Ξυπνάει στὰ πέρατα τῆς γῆς ἡ ἀγαπητὴ Πατρίδα,
Ἄκουα κ’ ἐμούγγριζε βαθυὰ—δὲν τ’ ἀστοχάω ποτέ μου!—
Βροντὴ μεγάλη, ἀδιάκοπη τρομαχτικοῦ πολέμου.
Τὴν ἀγροικοῦσα—καὶ μὲ μιᾶς, τὸν τρόμο μου ν’ αὐξήσῃ,
Λὲς κ’ ἠσυχία νεκρώσιμη τὴν εἶχε ἀκολουθήσῃ·
Καὶ φανταζόμουν πῶς ἐγὼ ’ς ἔρμο, ἀναμμένο στρώμα
Τοῦ κάκου ἐγύρευα φωνὴ νὰ βγάλω ἀπὸ τὸ στόμα,
Ὁπὤτρεμε καὶ τ’ ὄνομα τοῦ Μάνθου νὰ προφέρῃ
Στὸ ξυππασμένο, ἀκίνητο τῆς ἐξοριᾶς μου ἀγέρι.
Χαῖρε, λαμπρότατε οὐρανέ, χαῖρε, τῆς Κρήτης αὖρα!
Οἱ φόβοι τώρα ἐσβύστηκαν κ’ ἡ ὀνειρεμένη λαῦρα.
Ὦ ἀκριβοπότιστα τῆς γῆς καμαρωμένα δῶρα,
Ἀφῆστε ἀκέρῃα νὰ χαρῶ τὴν εὐτυχιά μου τώρα!»
Ἡ μαύρη! μὲς τὸν ὕπνο της ἀχνά, ξεθωριασμένα
Μόνον ἠμπόρειε μεταβιᾶς νὰ ἰδῇ τὰ περασμένα·
Ἐνῷ, μὲ χρώματα ζωῆς θωρῶντας ν' ἀναβρύσῃ
Ὅ,τι βαθυὰ ἡ καρδοῦλα της εἶχε ἀπὸ χρόνια ἐλπίσῃ,
Τῆς ἐφαινότουν, αἰσθητὴ μὴν ἔχοντας βοήθεια,
Ἡ συφορά της ὄνειρο τ’ ὀνείρου ἡ πλάνη ἀλήθεια.
Πάντα περίχαρη, ἀγκαλὰ καὶ κάθε τόσο ἀλλάζει,
Τὸ ἀπατηλό της ὅραμα τὴν ὄψι παρουσιάζει·
Ὡς ἕνα γνέφι τῆς αὐγῆς, ὁποῦ στὰ οὐράνια μέρη,
Ὄθε τὸ φῶς μᾶς ἔρχεται καὶ πνέει γλυκὰ τ’ ἀέρι,
Ἄπειρα σχήματα συχνὰ θωρεῖς καὶ περιγράφει,
Σὲ κάθε σχῆμα δείχνοντας τὸ ῥόδο ἢ τὸ χρυσάφι.