Σελίδα:Ο μεγάλος ίσκιος.djvu/9

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

— Ἂς κλείσωμε, λέει κ’ ἡ Γιασεμὴ μὲ μιὰ φωνή, σὰ νἄρχεται ἀπὸ ἄλλον κόσμο.

Τὴν ἄλλη μέρα γύρεψε τὸν καθρέφτη. Κοιτάχτηκε πρῶτα στὰ μάτια καὶ τρόμαξε· ὄχι πὼς ἦταν ἄσκημα τὰ μάτια της ἔτσι ὅπως ἤτανε, ἀλλὰ γιατί, ἴσια—ἴσια, εἴχανε μεγαλώση καὶ λάμπανε ἀπὸ μιὰ ὀμορφιά, ποὺ αὐτὴ δὲ μποροῦσε νὰν τῆς βρῇ τὴν αἰτία. Ὕστερα τὰ μάτια της πλανήθηκαν στ’ ἄλλα χαραχτηριστικὰ: αὐτὸ λοιπόν τὸ κερένιο πρόσωπο εἶναι δικό της· πόσες σκιὲς ἔχουν κατέβη κάτω ἀπὸ τὰ φρύδια, ἀπὸ τὰ τσίνορά... στὰ μελίγγια... καὶ ὅμως χαμογελᾷ. ἡ νιότη της εἶναι ὄμορφη, ὅπως κι ἄν εἶναι· κ’ ἔπειτα ὁ γιατρὸς εἶπε νά μὴ δίνῃ σημασία. Νά, πάλι χαμογελᾷ. Οὔτε νοιάζεται πιὰ γιὰ τὰ ἰσκιερὰ ἀνθρωπάκια ποὺ πηγαινοέρχονται ἀνήσυχα καὶ πότε πότε σκύβουνε κάτω καὶ κοιτᾶνε στὸ βάθος τῆς κάσσας μιὰ ζωντανὴ ποὺ στολίζεται σὰν πεθαμένη... Ἡ Γιασεμὴ σιάζει τὰ μαλλιά της κατεβάζει μιά μπουκλίτσα ποὺ ἀγγίζει στὸ ἀριστερὸ φρύδι... πῶς τῆς πάει!.... Εἶπε στὴ μητέρα της νὰν τῆς βάλῃ τὴ θαλλασσιά της κορδέλλα ποὺ ταιριάζει τόσο πολὺ στὰ μαλλιά της, νὰν τῆς δέσῃ ἀπάνω ἀπ’ τὸ δεξί της αὐτὶ ἕναν ὡραῖο πεταχτὸ φιόγκο... ἀριστερὰ ἡ μπουκλίτσα, δεξιὰ ὁ φιόγκος... τὶ ὡραία ποὺ ἐγίνηκε! Μπορεῖ ἄξαφνα, καθὼς ἡ μαμὰ θ’ ἀνοίγῃ τὰ τζάμια, νά βγαίνῃ κείνη τὴ στιγμὴ ὁ γείτονάς τους ἀπ’ τὴν πόρτα του καὶ νὰ βγάλη τὸ καπέλλο του νὰν τὴ χαιρετήσῃ —Πῶς εἶστε; καλά; —Ἂς τὰ λέμε καλά... Ἔχω τὸ κοριτσάκι μου ἀνήμπορο... —Τί λέτε;! Τὸ κοριτσάκι σας; Ἀνήμπορο!.. Ὤ.. μὰ θὰ ρθῶ νὰν τὸ δῶ... τώρα, ἀμέσως!... καὶ ἡ Γιασεμὴ βιάζεται· βρίσκει πὼς ἡ μαμά της ἀργεῖ νὰν τὴς καταφέρῃ τὸ φιόγκο. Ἡ μητέρα βλέπει αὐτὸ τὸ ξεγύρισμα καὶ θέλει νὰ κλάψῃ ἀπὸ χαρά.

Ἦρθε ὅμως τὸ βράδι καὶ πέρασε βουβὸ κι ἄχαρο. Ἔτσι πέρασε καὶ τὸ δεύτερο βράδι. Τὴν ἄλλη μέρα, τὴν ὥρα ποὺ βασίλευε ὁ ἥλιος, σύννεφα μαῦρα σηκώθηκαν πίσω ἀπὸ τὶς ἀντικρυνὲς σκεπές. Νάτα!... ψηλώνουν σὰ βουνὰ, ἀνεβαίνουν γαλήνια, ἐνῷ μέσα τους βογγᾶ ἡ τρικυμία, ὥσπου σκεπάζουν ὅλο τὸν οὐρανό. Μιά, δυὸ ἀστραπές, κ’ ὕστερ’ ἀπὸ λίγο μιὰ μακρυνὴ βροντή.

— Κάπου βρέχει, λέει ἡ μητέρα ἀνασηκώνοντας τὸ μπερντεδάκι. Ποῦ καὶ ποῦ ἔρχεται ὡς ἐδῶ καμμιὰ ψιχάλα...

Καὶ ἡ Γιασεμὴ θαρεῖ πὼς ὅλ’ αὐτὰ τὰ ούννεφα μαζεύτηκαν μὲς στὴν ψυχή της· ἡ καρδιά της φουοκώνει... ὤ, τί δύσκολα ποὺ περνοῦν οἱ ὧρες... Νά, πάλι ἡ κανελλιὰ γραμμὴ στὸ ταβάνι μὲ τὸ θλι-