Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Ο μεγάλος ίσκιος.djvu/10

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

βερό της σχῆμα καὶ τὰ κοκκινογάλαζα λουλουδάκια. Ὅλο ξεκινάει νὰ φύγῃ κι ὅλο ἐκεῖ βρίσκεται καὶ τώρα μοιάζει μὲ τὸ καπάκι τῆς κάσσας ποὺ περιμένει ἀκουμπισμένο ἥσυχα στὸν τοῖχο, ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα.,. Καθὼς ἔχει τεντωμένα τὰ μάτια της ψηλά, νοιώθει τὰ δάκρυα ποὺ κυλοῦν ἀπὸ τὶς ἄκριες καὶ κάθε λίγο ἀκούει κ’ ἕνα μουγγὸ τὰκ ἀπάνω στὸ προσκεφάλι της. Ἄν εἶν’ ἀλήθεια πὼς πέρ' ἀπὸ τὸν κόσμο ἐτοῦτο εἶναι καὶ κάτι ἄλλο ποὺ ὁ νοῦς ἀγωνίζεται νὰν τὸ φτάσῃ καὶ τὸ προσκυνᾷ σὰ Θεό, τότε τὰ δάκρυ’ αὐτὰ τῆς Γιασεμῆς θὰ σταθοῦν σὲ κάποια Ὡραία Πύλη σὰν πολύτιμα πετράδια σὲ κορώνα.

Ἡ μητέρα της, καθὼς γυρίζει καὶ τήνε βλέπει.., — ὤ Θεέ μου, τὶ γίνεται μὲς στὴν καρδιὰ κάθε μάννας ποὺ ἔχει τὸ παιδί της ἄρρωστο καὶ τὸ βλέπει ἄξαφνα νὰ κλαίῃ χωρὶς φανερὸ λόγο;

Γέρνει ἀπὸ πάνω της καὶ τὴν παρακαλάει. Καθὼς τήνε χαϊδεύει, νοιώθει πὼς ὁ πυρετὸς ἔχει ἀνέβη.

— Γιατί; Τὶ ἔχεις; Μήπως σοῦ πονῇ πάλι ἐδῶ;.. Γιατί, παιδάκι μου, δὲν πίνεις πιὰ τὸ γάλα σου, νὰ γίνῃς γρήγορα καλά, ν’ ἀρχίσωμε τώρα τὸ Μάη νὰ πηγαίνωμε στὴν ἐξοχή..

«Ὄχι, δὲ θέλει τίποτα, δὲν πονεῖ πουθενά,. δὲν τῆς πάει κάτω τίποτα... ἔχει ἐδῶ ἕναν κόμπο... »

— Γιατί; Πές μου ἐμένα...

Ἄχ, πῶς θὰ ἤθελε νὰν τῆς πῇ: «Εἶναι δυὸ βραδιὲς τώρα, ποὺ δὲν εἶδα πάλι στὸν ἀντικρυνὸ τοῖχο τὸν ἀγαπημένον ἴσκιο... »

Αὐτὸ θὰ ἤθελε νὰ πῇ μὰ κάτι τὴν κρατάει, κι αὐτὴ δὲν ξαίρει τί. Δὲν ξαίρει γιατὶ ντρέπεται. Κάτι ὅμως λέει μπερδεμένα.

— Τὶ εἶπες; ρωτᾷ ἡ μητέρα της γεμάτη ἀγωνία, γέρνοντας γιὰ ν’ ἀκούσῃ καλύτερα.

— Λέω... ἀκούγαμε καμμιὰ φορὰ καὶ κεῖνο τὸ βιολί. Τώρα, φαίνεται, θἄφυγε αὐτός. Λές, μαμά, νἄφυγε;

Καὶ στὸ πρόσωπό της δὲ βλέπεις, παρὰ δυὸ μάτια ποὺ καῖνε μὲ τὴ φλόγα τῆς ἀμφιβολίας καὶ τῆς ἐλπίδας.

Ἡ μητέρα, ποὺ ὁ πόνος τῆς ζωῆς τὴν ἔχει κάμη σοφή, μεταχειρίζεται μιὰ ψευτιά, σὰ νἄβλεπε κάποιο κίνδυνο κι αὐτὴ δὲν ξαίρει τώρα ποιόν.

— Ὄχι, ὄχι! Καθόλου δὲν ἔφυγε. Εἶν’ ἐδῶ. Σήμερα μάλιστα, καθὼς ἄνοιγα τὴν τζαμόπορτα τοῦ μπαλκονιοῦ, ἔσκυψα νὰ δῶ καὶ τότε αὐτὸς μοῦ χαμογέλασε καὶ μὲ χαιρέτησε πάλι.

Μιὰ τρεμούλα πέρασε ἀπὸ τὴ ράχη τῆς Γιασεμῆς, κατέβηκε ἀπὸ