Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Ο μεγάλος ίσκιος.djvu/11

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

τοὺς ὤμους στ’ ἀδύνατα μπράτσα της. κ’ ἔφερ’ ἕνα γλυκὸ μούδιασμα σ’ ὅλο της τὸ κορμί.

«Ἔτσι λοιπόν, τήνε χαιρέτησε καὶ μάλιστα καὶ χαμογέλασε.»

Ἀπὸ τὰ τρομαγμένα μάτια τῆς Γιασεμῆς περνοῦνε σύννεφα, ἀνησυχίες, λαχτάρα... Καὶ ὅλ’ αὐτὰ εἶναι ὥς τόσο γλυκὰ σὰ χάδι φεγγαριοῦ σὲ μισοκοιμισμένα μάτια, εἶναι ἡδονικὰ σὰ φιλιὰ ποὺ τὰ ὀνειρεύεται ἡ πρώτη ἀγάπη νὰ περνοῦν γεμάτα ὑπόσχεση ἀπὸ τὰ κλαμένα της βλέφαρα.

Τὰ μάγουλά της βγάζουνε φλόγες καὶ ἡ φλέβα τοῦ λαιμοῦ της χτυπᾶ γρήγορα—γρήγορα. Θὰ ἤθελε μ’ ἕναν κάποιο τρόπο νὰ πληροφορήσῃ τὸ γείτονά της γιὰ τὴν ὕπαρξή της, νὰ τὸν κάνῃ νὰ καταλάβῃ πὼς ἐκεῖ, δίπλα του, μόλις δυὸ βήματα, Θεέ μου, εἶναι μιὰ ζεστὴ ψυχή, τόσο ζεστή, ὅσο καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ βιολιοῦ, ποὺ οώπασε ἄξαφνα τρεῖς μέρες τώρα. Βέβαια.., ἦταν ἕνας τρόπος. Πῶς δὲν τὸ σκέφτηκε! Νά: θὰ μποροῦσε προχτὲς νὰ κατέβη τὸ βράδι ἀπ’ τὸ κρεββάτι, νὰ πάῃ στὸ παράθυρό της καὶ νά στείλῃ τὸν ἴσκιο της δίπλα στὸ δικό του... νὰ κάνῃ πὼς πλέκῃ τὰ μαλλιά της... πὼς τὰ καρφώνει ψηλὰ στὸ κεφάλι μὲ τὰ δυό της χέρια.,. Θὰν τὴν ἔβλεπε, δὲ γίνεται. Μὰ δὲν τὴς ἦρθε στὸ νοῦ. Ναί, θὰ ἤθελε ἀκόμα νὰν τοῦ πῆ μ’ ἕναν κάποιο τρόπο, πὼς ἤξαιρ’ ἕνα κομμάτι ἀπό τὴ ζωή του, ποὺ τὄβλεπε κάθε βράδι νὰ περνᾷ μὲς ἀπὸ ἕνα φωτεινὸ τελλάρο... ἤξαιρα μὲ τὰ μάτια τὴς ψυχῆς της, πῶς εἶναι τὰ μαλλιά του, τὸ χαμόγελό του, ἡ ἔκστασή του, καὶ πὼς τώρα τρεῖς βραδιές, ἔπεσ’ ἕνας μεγάλος ἴσκιος καὶ τ’ ἀφάνισε ὅλα! Ναί, θά ἤθελε, μὰ πῶς;...

Σὲ μιὰ στιγμὴ κάνει νὰ μιλήσῃ καὶ τὰ λόγια της βγαίνουν πάλι μπερδεμένα.

— Νὰν τοῦ γράφαμε!... κατορθώνει νὰ πῇ καὶ κρύος ἱδρὼς τὴν περιχύνει. Νομίζει πὼς κάτι φεύγει ἀπὸ πάνω της καὶ στὸ κρεββάτι δὲ μένει τώρα παρὰ ἕνα σκελετωμένο κορμάκι ποὺ δὲ μπορεῖ πιὰ νὰ σαλέψῃ.

Ἡ μητέρα τινάχτηκε. Ὤ Θεέ μου! Τί εἶναι τοῦτο ποὺ ἀκούει; «Νὰν τοῦ γράψουνε;!» Ἀλήθεια; Τολμᾷ ἡ Γιασεμὴ καὶ λέει μιὰ τέτοια κουβέντα στὴ βασανισμένη της μητέρα; Καὶ τὶ μπορεῖ νὰ γράψῃ, τὶ ἔχει νὰ γράψῃ ἡ Γιασεμὴ σ’ ἕναν ἄγνωστο νέο ποὺ ἔτυχε νὰ κάθεται δίπλα τους, κ’ ἔπαιξε κάνα-δυὸ φορὲς βιολί;

Ἄξαφνα τὰ λόγια τοῦ γιατροῦ περνοῦν πάλι σὰ δίκοπα μαχαίρι’ ἀπ’ τὴν καρδιά της: «Ἀφῆστε την νὰ κάνῃ ὅ,τι θέλει».

Γυρίζει καὶ τὴν κοιτάζει... Ὤ, τὶ μάτια εἶναι κεῖνα! μεγάλα, μαῦρα,