Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Ο μεγάλος ίσκιος.djvu/12

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

πέλαγος! Νοιώθει τὰ γόνατά της νὰ λυγίζουν καὶ νὰ τὴν ἀναγκάζουν νὰ καθήσῃ. Κάτι τι ἀκαθόριστο, μὰ τρομερό, τῆς τσακίζει τὴ μητρική της αὐστηρότητα· καὶ τότε μὲ μιάν ἁπλότητα ποὺ κάνει τὴ φωνή της νὰ βγαίνῃ ἥσυχη καὶ φυσική, λέει:

— Νὰν τοῦ γράψωμε· γιατὶ νὰ μὴν τοῦ γράψωμε.

Καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς φράσεις μέσα στὴ λιγόστιγμη ἀγωνία τῶν δύο γυναικῶν ἔπεσαν σὰν πελέκια, ἀνοίγοντας δρόμο γιὰ τὴν ἄλλη ζωή.

Ἡ μητέρα σηκώνεται πρόθυμα τάχα, βάζει τὴ λάμπα στὸ τραπεζάκι, κοντὰ στὸ κρεββάτι, φέρνει τὸ βαρύ, κρυστάλλινο καλαμάρι... ψάχνει μὲς στὸ συρτάρι τῆς κόρης της, σκύβει, κρύβεται, θαρεῖς, ἐκεῖ μέσα... Πόση ὥρα, Θέ μου, κάνει νὰ βρῇ μιὰ κόλλα χαρτί!... Ὕστερα ἔρχεται, ἀνοίγει τὸ καλαμάρι, βουτᾶ...

— Ἐγὼ θὰ σοῦ πῶ! λέει ἄξαφνα ἡ Γιασεμὴ καὶ σηκώνεται μὲ μιὰ δύναμη! Κύρι’ ἐλέησον! Θαρεῖς πὼς τόσον καιρὸ τοὺ, κορόϊδευε ὅλους! Νάτηνε! Εἶναι καλά. Τὰ μάτια της ἔχουνε κάτι γυαλάδες σὰν τοῦ μεταξένιου φιόγκου ποὺ τόνε χτυπᾷ πότε-πότε τὸ κοκκινωπὸ φῶς τὴς λάμπας, καὶ ἀρχίζει:

— Ἀγαπητὲ κύριε...

Ἡ μάννα κάνει νὰ γράψῃ, μὰ ἡ Γιασεμὴ τήνε σταματᾷ.

— Ὄχι, στάσου: Ἀγαπημένε μου... εἶναι τώρα δυὸ βραδιές... τρεῖς... βέβαια, τρεῖς μέρες, ποὺ ἡ ψυχή μου ἤθελε νὰ γνωρίσῃ—... «γνωρίσῃ;...» λέει καὶ ἡ μητέρα καί καθὼς γράφει συλλογᾶται: Ναί, αὐτὸ τὸ γράμμα δὲ θὰ φτάσῃ ποτὲς ἐκεῖ ποὺ στέλνεται, γιατί, ἂν ἤτανε νὰ φτάσῃ δὲ θὰν τὄγραφε. Κάνει αὐτὴ τὴ θυσία, γιατὶ ἔχει μιὰ διαίσθηση, ὄχι συνειδητή, ὅτι τὸ πλᾶσμα ἐτοῦτο ποὺ ἀνακάθεται δίπλα της καὶ μπερδεύει τὰ λόγια του καὶ τὰ νοήματά του, μιλώντας σὰν σὲ ἔκσταση, ἔπαψε νὰ εἶναι δικό της· ἔπαψε νὰ ἔχῃ σάρκα. Εἶναι ἡ Ψυχὴ ποὺ ἀνοίγει τὰ μεταξένια της φτερὰ κι ἀνάβει τὸ λυχνάρι της, γιὰ νὰ δῇ καὶ νὰ γνωρίσῃ...

— ... «Τὸ θεῖο μουσικό», λέει πάλ’ ἡ Γιασεμή, «κάθε φορὰ ποὺ ἄκουγα...» —... «ἄκουγα», ἐπανάλαβε ἡ μητέρα ποὺ ἔγραφε, χωρὶς καλοβλέπῃ τὰ ἀλλόκοτα ἐκεῖνα γράμματα ποὺ ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν...

— ...Τὴ μουσικὴ σκάλα τοῦ βιολιοῦ ποὺ μ’ ἔφερνε ἴσια στὸν οὐρανόν.

— ... «Οὐρανό», ἔκαμε ἡ μητέρα· καὶ ἡ πέννα της ὅσο νὰ φτάσῃ ἀπὸ τὸ καλαμάρι στὸ χαρτί, ἔγραψε στὸν ἀέρα μιὰ κυματιστὴ γραμμή, σημαδεύοντας μ’ ἕνα πηχτό καὶ φαρμακωμένο κόμπο τὴ γυαλιστερή