ἀσπράδα. Ὤ, πῶς θὰ ἤθελε, νὰν τὰ πετάξῃ ὅλα ἀπὸ μπροστά της καὶ νὰν τὴν ἀφήσουν νὰ πέσῃ στὸ τραπεζάκι, νὰ κλάψῃ, νὰ παρακαλέσῃ, ἴσως καὶ τὴ σπλαχνιστῇ.
— ... Αὐτὸς ποὺ εἶναι ψηλὰ στὸν οὐρανό, ἐξακολουθεῖ ἡ Γιασεμή, μὲ δέχεται στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸ καράβι μὲ πάει...
Μικρὴ παύση.
— ... Ὄχι... ναί... πρέπει νὰ μὲ καταλάβετε. Κάθε βράδι, ἤξαιρα πότε θὰ ρθῆτε... Ναί... Ἐβγαίνατε στὸ παράθυρο... μέσα στὸ φῶς ἔβλεπα ἕναν ἵσκιο.. εἴσαστε σεῖς...
Ἡ μητέρα κρύβει τὸ μέτωπό της μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι καὶ μουρμουρίζει, κάνοντας πὼς γράφει:
— ... εἴσαστε σεῖς..
— ... Τώρα τὸ Μάη θὰ πηγαίνωμε στὴν ἐξοχὴ—κ’ ἐγώ...
Μικρὴ παύση.
— ... ἕνα στεφανάκι.. ἄσπρα, γαλάζια, κόκκινα λουλούδια... γιὰ σᾶς...
Μεγάλη παύση.
Ἡ μητέρα περιμένει, κατεβάζει τὸ χέρι ἀπὸ τὸ μέτωπό της, γυρίζει, πετάει τὴν πέννα... Θεὲ καὶ Κύριε! ἡ Γιασεμὴ εἶναι ξαπλωμένη ἀνάσκελα, μὲ τὰ μάτια βασιλεμένα, τὸ στόμα μισανοιχτό... χαμογελᾷ ἀκίνητη μὲ τὰ διάφανα χεράκια ἀφημένα στὴ χνουδωτὴ κουβέρτα... θαλασσὴς φιόγκος γυαλοκοπάει πάνω ἀπ’ τὸ δεξί της αὐτί.
Ἔξω, ἡ νύχτα εἶναι θεοσκότεινη, ὁ οὐρανὸς χαμηλός, τὰ σπίτι’ ἀμπαρωμένα.
Ἄξαφνα μιὰ σπαραχτικὴ φωνὴ ἀνοίγει δρόμο μὲς στὴ βουρκωμένη σιγαλιὰ καί χτυπάει τὶς κλεισμένες πόρτες.
Παράθυρ’ ἀνοίχτηκαν. Δυό, τρεῖς ἄνθρωποι στάθηκαν ὄξω ἀπ’ τὸ σπίτι ἀπ’ ὅπου βγῆκε ἡ φωνή.
— Κάποιος θὰ πέθανε, εἶπε ἕνας.
— Ἔ ἀράδα του κι ἀράδα μας, φιλοσόφησε ἄλλος. Ψεύτικος κόσμος.
Καὶ τράβηξαν κατὰ κάτω.
Μόνο στὸν ἀντικρυνὸ τοῖχο ἀτρεμοῦσε ἀκόμα ἕνα φωτεινὸ τετράγωνο σὰν ὁλόχρυση πύλη μὲς στὸ ἀνεξερεύνητο ἄπειρο, λὲς καὶ πρόσμενε νὰ πάρῃ τὴ λευτερωμένη ψυχὴ τῆς παιδούλας καὶ νὰ τὴν περάσῃ ἀπὸ τὴ γῆ ἴσια στὸν οὐρανό.
ΑΙΜΙΛΙΑ ΣΤΕΦ. ΔΑΦΝΗ