Σελίδα:Ο μεγάλος ίσκιος.djvu/8

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

— Ναί, αὐτός.

Τί ὡραῖα ποὺ νοιώθουνται τώρα! Γι’ αὐτὸ δὲ θέλει νὰν τῆς κλείσῃ τὸ παράθυρο. Βλέπει τὸ καϋμένο κάτι καὶ τῆς περνᾷ ἡ ὥρα..

«Αὐτὸς» λοιπὸν εἶναι μὲ τὸ καπέλλο στὸ κεφάλι· τώρα τὸ βγάζει, ἀερίζεται ἀργά, ἀργά... καὶ ὅμως δὲν κάνει ζέστη. Ποιὸς ξέρει ἀπὸ ποῦ μακριὰ ἔρχεται· τώρα γυρίζει πρὸς τὰ μέσα καὶ τὸ πετᾷ κάπου... σε κανένα καναπέ, ἤ στὸ τραπέζι, ποιὸς ξέρει... Βάζει τὰ χέρια στίς τσέπες τοῦ πανταλονιοῦ καὶ στέκεται ὁλόϊσος μὲς στὴ μέση τοῦ φωτεινοῦ τετράγωνου μὲ τὸ κεφάλι ψηλά.

— Εἶναι λίγο παχύς...

— Ὄχι· ὁ ἴσκιος τόνε δείχνει ἔτσι.

— Τόνε ξέρεις;

— Ναί. Τὸν εἶδα χτὲς ποὺ ἅπλωνα στὴν ταράτσα, Εἶναι ὡραῖο παλληκάρι κ’ εὐγενικό· καθὼς ἀνέβαινε τὴ σκάλα του, ἐγὼ ἔσκυψα νὰ δῶ, καὶ τότε αὐτὸς ἔβγαλε τὸ καπέλλο του καὶ μὲ χαιρέτησε.

Τὸ χέρι της Γιασεμῆς τρέμει μὲς στὸ χέρι τῆς μητέρας... «Τήνε χαιρέτησε; Αὔριο μπορεῖ καὶ νὰν τῆς μιλήσῃ... Ἡ μαμά θὰν τοῦ πῇ: —Ξαίρετε; Ἔχω τὴ Γιασεμή μου ἄρρωστη· ἄς εἶστε καλὰ ποὺ τὴ διασκεδάζετε μὲ τὴ μουσική σας»...

— Γιατὶ τρέμεις; ρωτᾷ ἡ μητέρα.

— Δὲν ξαίρω, μαμά...

— Μήπως κρυώνῃς;

— Καθόλου!

Κι ἀλήθεια: δὲν ξαίρει γιατὶ τρεμούλιαξε σύγκορμη, ὅταν τὴς εἶπε ἡ μητέρα της: «καὶ τότε αὐτὸς ἔβγαλε τὸ καπέλλο του καὶ μὲ χαιρέτησε»

Νάτονε πάλι «αὐτὸς» ποὺ γύρισε ξαφνικὰ πρὸς τὰ μέσα καὶ κάτι εἶπε σὲ κάποιο· κάνει μιὰ χειρονομία, σὰ νὰ λέῃ: «καλὰ, καλά», καὶ πάλι στέκεται στὸ παράθυρο ἀκούνητος, σὰ μπρούντζινο ἄγαλμα. Σὲ λίγο σκύβει ἔξω, κοιτάζει μιὰ πρὸς τὰ κάτω, κ’ ὕστερα μπαίνει, κάθεται στὸ τραπέζι του... νά, νά... αὐτὸ εἶναι τσαγιέρα... σερβίρεται μόνος του... πίνει...

Τὶ ὡραῖος ποὺ εἶναι!.. πόσο τὸν ἀγαπάει!.. σὰ νὰν τὸν ξαίρῃ χρόνια. Ἄξαφνα φαίνεται μιὰ γυναίκα, νά!.. κλείνει τὰ παντζούρια, ντούπ! θαρεῖς πὼς ἔπεσε κάποιος μπαλντὰς μὲς στὴ βραδινὴ σιγαλιὰ κ’ ἔσπασε στὰ δυὸ τὸ γιοφύρι ποὺ ἔνωνε τὸ σκοτάδι μὲ τὸ φῶς.

— Ἂς κλείσωμε τώρα κ’ ἐμεῖς...