τοῦ βιολιοῦ γρήγορο, σὰ νὰ βιαζόταν ν’ ἀνέβη τὴ μουσικὴ σκάλα ποὺ σὲ παίρνει ἀπὸ τὴ γῆ καὶ σὲ φέρνει ἴσια στὸν οὐρανό.
Τὸ πρόσωπο τῆς Γιασεμῆς ξεσυννέφιαοε· κοίταξε τὴ μητέρα της χαμογελαστή.
— Αὐτὸς δίπλα... ποὺ ὅλο τὸν περιμένανε ἀπὸ τὴ Βιέννη...
— Ναί, ἦρθε τὶς προάλλες. Παίζει, ἀλήθεια...
— Σς!.. γνέφει στὴ μητέρα της καὶ μὲ τὰ μάτια κλειστὰ ἀκούει καὶ παρηγοριέται. Στὸ χλωμό της πρόσωπο ἀναβαίνει ἕνα χαμόγελο καὶ λίγο χρῶμα. Ἡ μητέρα κοιτάζει τὸ χαμόγελο καὶ παρηγοριέται καὶ κείνη, Ἂς ἔχῃ τὰ χίλια καλὰ αὐτὸς ὁ ἀνέλπιστος γείτονας, ποὺ τοὺς κάνει τόσο καλό.
Νάτος τὸ βράδι στὴ συνειθισμένη του θέση. Ἡ Γιασεμὴ φοβᾶται μὴν τὴς κλείσῃ πάλι ἡ μητέρα τὸ παράθυρο. Μὰ ἐκείνη βάζει τὰ δυό της χέρια στὰ χείλη τοῦ κρεββατιοῦ, γέρνει λιγάκι καὶ τῆς λέει:
— Νὰ μὴ φέρω ἀκόμα τὴ λάμπα, ἔ; Καὶ τῆς κουμπώνει μπροστὰ τὸ νυχτικό, τῆς στρώνει τὰ μαλλιὰ κ’ ἔτσι βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰν τὴς ἀγγίξῃ μὲ τρόπο τὸ μάγουλο: δὲν ἔχει πυρετό.
— Πῆρε ὅμως δροσιὰ· νὰ κλείσω.
— Ὄχι, ὄχι, κάν’ ἡ Γιασεμὴ μὲ παράπονο.
Πάλι «ὄχι», μὰ γιατί; συλλογᾶται ἡ μάννα καὶ ἀφοῦ τὴ μπουμπούλωσε μ’ ἕνα μεγάλο σάλι, κάθεται κι αὐτὴ στὰ σκοτεινά, δίπλα της. Θεέ μου, ἐτοῦτο τὸ σκοτάδι ποὺ τίς ζώνει καὶ τίς δυὸ ἀπὸ παντοῦ, μέσα στὴ στενὴ καμαρούλα, πόσο τήνε βαραίνει· τῆς φαίνεται πὼς βουλιάει μέσα σ’ ἕναν τάφο... σ’ ἕναν τάφο, ὅπου σύρθηκαν μαζὶ καὶ θάφτηκαν ἀνθρώποι καὶ πράματα... Κι ὥς τόσο, ἀπόξω οἱ ἄλλοι ζοῦνε, πηγαινοέρχουνται στίς δουλειές τους... ἀπὸ πάνω τ’ ἀστέρια φέγγουνε, τὰ σύννεφα ταξιδεύουν, τὰ δέντρα πρασινοφυλλιάζουν... Τῆς ξανάρχουνται στὸ νοῦ τὰ λόγια τοῦ γιατροῦ · «Ἀφῆστε την νὰ κάνῃ ὅ, τι θέλει... » Ἀνοιξιάτικες εὐωδιὲς γεμίζουν τὸ καμαράκι· ἔρχουνται ἀπὸ πολὺ μακριά... Μέσα της ἀστράφτουν οἱ κάμποι μὲ τὸ νιοθέριστο χορτάρι, μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σκύβουνε στὴ δουλειὰ καὶ ἀνασηκώνουνται γεμάτοι ζωή... Ἡ φύση τῆς φέρνει μακρυνὰ μηνύματα· ναί, στὰ σκοτεινά του λόγια ὁ γιατρὸς ἄνοιξε κ’ ἕνα παράθυρο: «... ἡ φύσις κάνει θαύματα...»
Ἄξαφνα τὴν πιάνει ἕνας φόβος!.. Σκύβει, ψαχουλεύει... ὄχι, ὄχι· ἀνασαίνει τὸ παιδί της καὶ μάλιστα τῆς πιάνει καὶ τὸ χέρι.
— Γιὰ δές, μαμά· αὐτὸς εἶναι;
Ἡ μητέρα σκύβει, κοιτάζει λίγο κι ἀποκρίνεται: