Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Ο μεγάλος ίσκιος.djvu/6

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

Ἄχ, ἐκεῖνα τὰ μπαμπάκια, κ’ ἐκείνη ἡ βελόνα ποὺ βράζει, καὶ τὸ ἄντε—κ’ ἔλα τῆς μητέρας μὲ τὰ μικροπράματα ποὺ τρέμουνε στὰ χέρια της οὰν τὴ φωνή της ποὺ βγαίνει κομματιασμένη,.. Κ’ ὕστερα οἱ τρομασμένες της ματιὲς καὶ τὸ χαμόγελο τοῦ γιατροῦ ποὺ πιστεύει στὴ δύναμη τῆς νιότης...

Ὅλ’ αὐτὰ σήμερα τέλειωσαν πιὸ εὔκολα μὲ τὴν ἐλπίδα μιᾶς βραδινῆς ἁρμονίας... Μὰ ἀπόψε στὸ μεγάλο φωτεινὸ τετράγωνο φάνηκε ὁ ἴσκιος δίχως τὸ βιολί του· ἀκουμποῦσε πάλι στὸν παραστάτη καὶ κάπνιζε. Ναί, βέβαια, τσιγάρο εἶν’ αὐτὸ τὸ πραματάκι ποὺ μένει πότε στὰ χείλη, πότε στὰ δάχτυλα σὰ νὰ βρίσκεται ὁ καπνιστὴς σὲ ἔκσταση. Ὣς μὲς στὰ σπλάχνα της ἡ Γιασεμὴ θαρεῖ πὼς νοιώθει τὴν εὐωδιὰ τοῦ καπνοῦ κι ἀνασαίνει βαθειά, ἔτσι, ἄθελά της. τί μαλακὰ ποὺ γλιστροῦνε γύρω στὸν ἴσκιο οἱ καμπύλες: μέτωπο, μύτη, στῆθος... καθὼς κουνιέται, φαίνεται καὶ μιὰ ἀκρούλα μουστακιοῦ. Ὤ, κ’ ἐκεῖνα τὰ μαλλιά... πότε —πότε τὰ τινάζει πίσω, τὰ στρώνει μὲ τὰ δυό του χέρια, κρατώντας τὸ τσιγάρο στὸ στόμα... τώρα νά!.. πέταξε τὸ ἀποτσίγαρο στὸ δρόμο· ρούφηξε μιὰ καὶ τὸ πέταξε. Τὶ ὡραῖα ποὺ τινάχτηκε κεῖνο τὸ χέρι!..

Ἡ μητέρα φέρνει ἄξαφνα τὴ λάμπα καὶ πάει νὰ κλείσῃ τὰ παντζούρια.

Ἡ Γιασεμὴ πετιέται μὲ ὅση της δύναμη σὰν τρομαγμένη:

— Ὄχι, ὄχι!.. Μή!

Ἀνάμεσα σ’ αὐτὴν καὶ στὸν ἀντικρυνὸ ἴσκιο στάθηκε ἡ μητέρα της σαστισμένη,

— Τὶ εἶναι:

Κοιτάζει γύρω της, παραμερίζει... Ἡ Γιασεμὴ τεντώνει τὸ λαιμό. τὰ μάτια.. Σκοτάδι. Τίποτα. Πέφτει στὸ προσκεφάλι της λυπημένη.

— Ὤ, μαμά...

Τὸ μέτωπό της εἶναι μούσκεμα, καὶ τὰ μάτια της φουσκώνουν ἀπὸ δάκρυα. Θεέ μου, τὶ ἔχει; ρωτᾷ ἡ μητέρα, τί ἤτανε; Μήπως θέλῃ τίποτα; Μήπως τὴς πονῇ ἐδῶ... ἐκεῖ;...

Ὄχι. τίποτα... κι αὐτὴ δὲν ξέρει πῶς τῆς φάνηκε. δὲν ἤτανε τίποτα

Κι ὅλο τὸ βράδι αὐτὴ εἶναι ἀμίλητη σὰν κακιωμένη, καὶ ἡ μητέρα πικραμένη, γιατὶ νοιώθει πὼς κάτι ἔκανε ποὺ τὴ στεναχώρεσε τὴ Γιασεμὴ καὶ στέκεται ἡ καϋμένη σὰ φταίχτης.

Τὸ πρωί, καθὼς ἄστραφταν πότε—πότε στὸν ἀνοιξιάτικο οὐρανὸ περαστικὲς φτεροῦγες ἄσπρων πουλιῶν, ἀκούστηκε πάλι τὸ δοξάρι