Σελίδα:Ο μεγάλος ίσκιος.djvu/5

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

— Ἦρθε τὴν ὥρα ποὺ κοιμώσουνα... λέει ἡ μητέρα καὶ σκύβει πίσω ἀπὸ τὴν ἄρρωστη κάνοντας πὼς σιάζει τὰ προσκέφαλα.

— Κι αὐτὴ ἀκόμα τὴν ὥρα ποὺ κοιμώμουνα; ρωτᾷ ἡ Γιασεμὴ καὶ κοιτάζει ἀπελπισμένη τὸν οὐρανὸ ποὺ ἀντιφεγγίζει ἀπάνω ἀπὸ τὰ σπίτια σὰ θαμπὸς καθρέφτης ἀντίκρυ σὲ μακρινὸ φῶς.

Κατὰ τὴ δύσῃ ἁπλώνουνται μικρά, μικρὰ ούννεφα σὰν ἕνα κοπάδι περιστεριῶν ποὺ ἔρχουνται ἀπὸ ἄλλες χῶρες καὶ καθὼς χάνουνται, ἀφήνουν ἐδῶ καὶ κεῖ κάνα διάφανο πούπουλο, ποὺ τὸ παίρνει κι αυτὸ ὁ βραδινὸς ἀέρας· ἕνα, δυὸ ἀστρουλάκια, ποὺ μόλις διακρίνονται, φάνηκαν σὰν κεφαλάκια καρφίτσας ἀπάνω σὲ μπλάβο, τεντωμένο ἀτλάζι.

Ἀνάμεσα στὸ κεραμιδένιο φιστόνι καὶ στοὺς ριχμοὺς τῆς ἀντικρινῆς σκεπῆς σειοῦνται μερικὰ χορταράκια, κ’ ἕνα τρέμουλο βιολιοῦ συντροφεύει τὴ βραδινή τους ἔκσταση, Ποιὸς νὰν τὸ πῇ; Καὶ ὅμως ἔτσι εἶναι: κάπου κάποιος παίζει βιολί, Θεέ μου, πόσα ὡραία πράματα σοῦ δίν’ ἡ ζωή... Καὶ τὰ μάτια τῆς Γιασεμῆς ποὺ «ἔχουν ἔρωτα γιὰ τὸν ἀπάνω κόσμο» κλείνουν καὶ τα τσίνορά της εἶναι ὑγρά.

— Ποιὸς παίζει βιολί;

— Ἐδῶ δίπλα... αὐτὸς ποὺ περιμένανε ἀπ’ τὴ Βιέννη τόσον καιρό, κι ὅλο λέγανε πὼς θὰ ρθῇ...

Ἡ τελευταία δοξαριὰ τοῦ βιολιοῦ εἶχε σβύση τόσο παθητικά, καὶ τὸ πιτσικάτο ἤτανε τόσο γλυκὸ πού, ὅποιος καλότυχος τἄκουσε, νόμισε πὼς ἕνα βελουδένιο χέρι τοῦ εἶχε ἀγγίξη τὴν ψυχή.

Ἄξαφνα, στὸν τοῖχο τοῦ ἀντικρινοῦ σπιτιοῦ φάνηκε ἕνα μεγάλο φωτεινὸ τετράγωνο, καὶ στὴ μέση ἦρθε καὶ στάθηκ’ ἕνας ἴσκιος μὲ χτυπητὲς γραμμὲς ποὺ σημαδευαν μιὰν ἀντρίκεια κορμοστασιά, ἕνα κεφάλι μὲ πλούσια μαλλιά, κ’ ἕνα λεπτοκάμωτο βιολί. Ὁ ἴσκιος ἀκούμπησε λίγο στὸν παραστάτη κ’ ὕστερα χάθηκε.

Ἡ Γιασεμὴ περιμένει ν’ ἀκούσῃ πάλι ἤ νὰ δῇ, μὰ δὲ βλέπει παρὰ τὸ μεγάλο φωτισμένο τετράγωνο ποὺ ἔμεινε λίγη ὥρα στὸν τοῖχο κ’ ὕστερα χάθηκε κι αὐτό. Κι ὄξω, τὸ σκοτάδι πύκνωσε, κρεμάστηκε παντοῦ καὶ τὰ σκέπασε ὅλα. Τυλίχτηκε ὥς καὶ στὴν ἀνθρώπινη ψυχή, κι ὅλο τὸ βράδι ἡ ἄρρωστη ἔφτιανε στὸν τοῖχο της ἀνθρωπάκια μὲ τὸ φῶς τῆς λάμπας κ’ ἐστεναχωριόταν ποὺ δὲν τῆς πετύχαινε κανένα, γιατὶ τρέμανε τὰ χέρια της... κοίτα, κοίτα... νὰ μὴ μπορῇ νὰ μοιάσῃ οὔτ’ ἕνα μὲ τὸν ἀντικρινὸ ἴσκιο!.. Καὶ πολεμοῦσε μὲ τὰ λιγνά της δαχτυλάκια, ὥσπου τὴν ἐπῆρε ὁ ὕπνος.


Τὶ θὰ κάμουμε σήμερα; Θἄρθῃ ὁ γιατρὸς γιὰ τὴ μεγάλη ἔνεση.