Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Ο μεγάλος ίσκιος.djvu/4

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

ὡραῖα, Χριστέ μου! Ἀπάνω στὸ φωτισμένο διάζωμα ἀρχίζουν νὰ περνοῦνε ἰσκιερὰ ἀνθρωπάκια, κάρρα, ἁμάξια, —ὅ, τι περνάει ἀπ’ ὄξω, — φέρνουν βόλτα - βόλτα τοὺς τρεῖς τοίχους, κ’ ὕστερα χάνουνται στὸ θεοσκότεινο τοῖχο ποὺ εἶναι πίσω ἀπὸ τὸ προσκεφάλι της. Καὶ τ’ ἀνθρωπάκια τὰ ἰσκιερὰ πᾶνε πατώντας στὴ γραμμὴ ποὺ χωρίζει τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Καμμιὰ φορά, τὸ ἕνα ἔρχετ’ ἀπὸ δῶ καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ κεῖ. Συναπαντιοῦνται, ἀνεβοκατεβάζουν τὰ χέρια τους, - βέβαια χέρια εἶναι αὐτὲς οἱ διάφανες γραμμὲς ποὺ σαλεύουν σὰ νὰ κάνουνε σταυρό, —καὶ κουνᾶνε τὰ κεφαλάκια τους, ἀποχωρίζουνται, κι ὅταν φτάνουν στὴ σκοτεινὴ ἄβυσσο, κοντοστέκουνται, διστάζουν ὕστερα μ’ ἕνα βῆμα πέφτουν μὲς στὸ σκοτάδι. Καὶ τ’ ἁμάξια... τί ὡραῖα! Γρήγορα — γρήγορα κυλοῦν οἱ ρόδες, τρέχουν τὰ διάφαν’ ἄλογα χωρὶς κρότο, γλιστροῦν ὅλα μαλακὰ- μαλακά, ὥσπου τὴν παίρνει ὁ ὕπνος. Κι ὣς τόσο τ’ ἀνθρωπάκια τὰ ἰσκιερὰ πᾶνε κ’ ἔρχουνται βουβά, ἄλλα γρήγορα, ἄλλ’ ἀργά... καὶ σὰ νὰ σκύβουν ἀπ’ τὸ φωτισμένο τους κόσμο κάτω, στὴ σκοτεινὴ ἐκείνη καὶ βαθειὰ κάσσα, ὅπου κοιμᾶται μιὰ ζωντανὴ Ἰουλιέττα σὰν πεθαμένη, κι ὀνειριάζεται πὼς κάποιο ἁμάξι ποὺ γλιστρᾷ. μαλακὰ —μαλακὰ στ’ ὄνειρό της, τῆς φέρνει ἀπὸ μακρινὲς χῶρες τὸν ἀργοπορημένο της Ρωμαῖο. Κι ὅλα σιγὰ, κι ὅλο σιγά, νὰ μὴν ταραχτῇ ὁ ὕπνος τῆς παιδούλας, ὥσπου τὸ σούρουπο ρίχνει τὴ θαμπή του αὐλαία καὶ ἡ κοιμάμενη βασιλοπούλα τοῦ ὀνείρου ταξιδεύει στὰ βάθη, ἀνάμεσα φθορᾶς καὶ ἀφθαρσίας.

Ὅταν ξύπνησε, εἶπε στὴ μητέρα της νὰν τῆς βάλῃ τὰ προσκέφαλα ἀπὸ τὸ κάτω μέρος τοῦ κρεββατιοῦ, γιὰ νἄχῃ ἀντίκρυ της τὸ παράθυρο τὴν παρακαλεῖ νὰν τ’ ἀνοίξῃ, νὰ δῇ τὸ κομμάτι τ’ οὐρανοῦ ποὺ τῆς ἄφην’ ἐλεύθερο τὸ ἀντικρυνὸ μεγάλο σπίτι, μὲ τὰ κλειστὰ του πάντα παράθυρα καὶ τοὺς φαρδιούς, ἄσπρους τοίχους... «Τί εἶπε ὁ γιατρός;.. Ἄ ἔτσι... καλά: θὰ κάνῃ ὑπομονή. Τί ἄλλο νὰ κάνῃ; Καὶ ὁ λίγος πυρετός;.. «Δὲν εἶναι τίποτα εἶναι τῆς ἀδυναμίας· νὰ μὴ δίνῃ σημασία, εἶπε ὁ γιατρός.» Καλὰ, δὲ δίνει σημασία. Γιατὶ δὲν τὴν ξύπνησαν, νὰ δῇ τὸ σφυγμό της, νὰν τοὔλεγε τί ἔνοιωθε δωνά... «Ὄχι, ὁ γιατρὸς εἶπε ὄχι, νὰ μὴν τὴ ξυπνήσουν, Ὅ, τι κάνει ὁ ὕπνος δὲν τὸ κάνουν χίλια γιατρικά. Ὁ ὕπνος ἀναπλάσσει τοὺς ἱστούς, ναί, ἔτσι τὸ εἶπε ὁ γιατρός. Καὶ εἶπε ἀκόμα καὶ νὰ μὴν πατήσῃ τὸ πόδι της κάτω, γιὰ νὰ προλάβωμε καμμιὰ νέα ὑποτροπή...» Ὅλα τοῦτα τὰ σπουδαῖα τὰ λέει ὁ γιατρὸς κι αὐτὴ πάλι παρηγοριέται.

«Ἦρθε τοὐλάχιστο ἡ Ἑλενίτσα σήμερα; Ἔχει σωστὲς δεκαοχτὼ μέρες νὰ ρθῇ... Δὲν ἔρχεται πιά...»