Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Ο Κόδρος.djvu/77

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
71

»Νʾ ἀναχαιτίσῃ πλῆθος ὀρέων
τὰ βήματά μας ἀδυνατεῖ·
καὶ ὁ στρατός μας, χείμαρρος ῥέων,
καὶ τῶν στοιχείων ἐπικρατεῖ.
Λοιπὸν τοιαῦτα σαθρὰ τειχία
δὲν θʾ ἀναβῶμεν ἐν ἡσυχίᾳ;
Ἐδὼ ἂν ἔχῃ καθεὶς ἂς δείξῃ
ὑπὸ τὰ στήθη ψυχὴν ἀνδρός.
Κτυπῶμεν, ἕως νὰ κατάπνιξῃ
ἐκείνους αἷμα, ἡμᾶς ἱδρώς!»

Πρὶν ἢ σιγήσῃ, τρεῖς ἐστεμμένοι
προβαίνουν κήρυκες ἐν λευκοῖς,
δαφνηφοροῦντες, ἀπεσταλμένοι
παρὰ τοῦ δήμου τῆς Ἀττικῆς.
Σεμνοὶ τῷ Δάμαντι προσεγγίζουν
καὶ νὰ τῷ λέγουν τοιαῦτʾ ἀρχίζουν.
—Ξένε, στρατάρχα τῶν Δωριέων,
τὴν ἱεράν μας σέβων μορφήν,
τὸν βασιλέα τῶν Ἀθηναίων
ἀπόδος ὅσιος εἰς ταφήν.