Σελίδα:Ο Κόδρος.djvu/65

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.







ΙΧ



Ἐπλάνʾ ἀνήσυχος ὁ Κοδρίδης
ἀπὸ τῆς πύλης τοὺς ὀφθαλμούς,
ὅπως ἱέραξ ἀπὸ τῆς Ἴδης
σκοπεῖ ἀκίνητος εἰς δρυμούς,
ὁ μὲν πρὸς λάφυρον ἐνεδρεύων,
ὁ δὲ τὸν Κόδρον κατασκοπεύων.
Εἶχεν ἐκεῖνος ἀποφασίσει,
ἅμα τελέσας τὰ ἱερά,
ἐλθὼν ἐκεῖσε, νὰ καταστήσῃ
πᾶσι τὰ δόξαντα φανερά.