Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Ο Κόδρος.djvu/64

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
58

Ἡ λέξις Κόδρος τὰ ὦτα πλήττει
τῶν Δωριέων ὡς κεραυνός·
ἐπάνωθέν του ἕκαστος φρίττει
μήπως κρημνίζετ’ ὁ οὐρανός·
καὶ ὡσεὶ ξόαν’ ἀκινητοῦντες,
ἀλλήλους χάσκουσι θεωροῦντες.
—Κόδρος ὁ ἄναξ τῶν δὲν καλεῖται;
—Ἰδοὺ ἡ ὄψις του ἡ ὠχρά!
—Νικῶμεν ἦτταν, ὦ συνοπλῖται!
—Τὰ λάφυρά μας φυγὴ αἰσχρά!

Τοιαῦτα εἶπον χαμηλοφώνως·
καὶ πρὶν ἐκεῖθεν ἀποσυρθοῦν,
ὁ εἰς προτείνει, κρυπτὸς ὁ φόνος
ὅτι θὰ μείνῃ νὰ ὁρκισθοῦν.
Τεσσάρας χεῖρας ὠχροὶ συμπλέκουν
καὶ εἰς τὰ σκότη τὸν ὅρκον πλέκουν.
Διότι κῆρυξ εἰς τὸν στρατόν των
θανάτου ἔσπειρεν ἀπειλὴν
νὰ μὴ ἐγγίσωσι τῶν ἐχθρῶν τῶν
τοῦ βασιλέως τὴν κεφαλήν.