Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Ο Κόδρος.djvu/59

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
53

Κ’ ενθουσιώδη τονίζων χείλη,
τοιοῦτον ᾆσμα δημιουργεῖ.
«Ἐγὼ ὑπάγω, πατρίς μου φίλη,
ὅπου ἡ χείρ σου μὲ ὁδηγεῖ,
ὅπου ἡ θεία μὲ στέλλει Τύχη·
σὺ δέ, πατρίς μου, μακρὸν εὐτύχει.
Χαῖρε, καλλίστη Παλλάδος πόλι,
γλυκύ μου μέλημα καὶ τερπνόν!
Τῆς γῆς ἂς μάθουν κ’ οἱ δύω πόλοι
ὅτι σὲ σώζω, βαρὺς ὑπνῶν.

»Ὡς ἐχαιρέτησα διαστέρους
τοὺς ἀδουλώτους σου οὐρανούς,
καὶ ὡς ἐθαύμασα ἐλευθέρους
τοὺς φιλοχόρους αὐτῶν φανούς,
οὕτως ἀζεύκτους σοὶ τοὺς ἀφίνω
κ’ εἰς τὰς ἀγκάλας σου, μῆτερ, κλίνω.
Ἐπικατάρατος πᾶς ἐχθρός σου.
Πᾶσά του δύναμις ἂς θραυσθῇ
ἐπὶ τοῦ στήθους ἑνὸς παιδός σου
καὶ ἡ πατρίς μου ἂς δοξασθῇ.»