Σελίδα:Ο Κόδρος.djvu/53

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
47

«Ἐγὼ πλὴν μόνον εἰς σὲ ἀνήκω,
εἶμʾ ἐδική σου θεραπαινίς.
(Εἶπεν ἐκείνη.) Φεύγεις; Ἐν οἴκῳ
δὲν μὲ προσβλέπει πλέον κανείς.
Φεῦ! Ἡ τοῦ Μέδοντος ἐρωμένη
ἔρημος, ἄφιλος, μισουμένη!..
Καὶ τίς εἰς τοῦτο μὲ καταπείθει;
Ἢ τὴν οἰκτράν μου κόπτεις ζωήν,
ἢ πολεμίων θραύοντες στήθη
ὁμοῦ νʾ ἀφήσωμεν τὴν πνοήν.

«Θέλω εἰς μίαν κοινὴν τρυτάνην
αἱ δύο τύχαι μας νὰ στηθοῦν.
Θέλω εἰς μίαν κοινὴν λεκάνην
τὰ σώματά μας νʾ ἀποτεθοῦν·
αἱ δὲ σκιαί μας συμπεπλεγμέναι
νʾ ἀποδημήσωσι τεθλιμμέναι.
Τίς οἶδʾ ἀνίσως, καμφθεὶς ὁ Πλούτων,
δὲν μʾ ἐλεήσῃ, δὲν λυπηθῇ
καὶ μʾ ἀποδώσῃ ἔπειτα τοῦτον,
ὅστις ἀπόνως νῦν μʾ ἀπωθεῖ;»