Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Ο Κόδρος.djvu/52

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
46

Εἶπε τοιαῦτα, καὶ ἀνελύθη
εἰς ὑποκώφους ὁλολυγμούς.
Οὕτω δ’ ὁ Μέδων τῇ ἀπεκρίθη
ὀρθοὺς ἐκφέρων συλλογισμούς.
«Θάλλει, δὲν χάνεται ὁ ἐκπνέων
πρὸ τῆς πατρίδος, πρὸ τῶν γονέων.
Τῶν δὲ ἀνάνδρων ἡ φαύλη τάξις
θέλγητρα κόσμου δὲν ἐννοεῖ.
Τὸν βίον, φίλη, πλέκουν αἱ πράξεις
οὐχὶ τῶν χρόνων ἡ συρροή.

«Ἐδὼ σ’ ἐλάτρευον. Ὤ! συγχώρει
καὶ εἰς τὸν ᾍδην νὰ σ’ ἀγαπῶ·
μὴ μὲ βιάσῃς πλήν, Θελξιχόρη,
καὶ τι σκληρότερον νὰ εἰπῶ.
Μισῶ γυναῖκας ἐγὼ ὑπάνδρους
ὑπηρετούσας ψυχὰς ἀνάνδρους.
Ἐὰν δ’ ἡ κόρη ἀνήκ’ εἰς ἄλλον,
πλασθεῖσ’ ἀνίκανος, ἀσθενής,
ὁ νεανίας ἀνήκει μᾶλλον
εἰς τὴν πατρίδα καὶ τοὺς γονεῖς.»