Σελίδα:Νέα Ζωή Τεύχος 37 (β).djvu/6

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

σμὸς ἑνὸς πνεύματος μὲ ἕνα λαόν, συνεργασία ἡδυπαθὺς, γόνιμος καὶ εὐδαίμων εἰς τέκνα εἶνε ἡ μουσικὴ τοῦ Γκρήγκ. Δὲν εἶνε ὁ μόνος μουσουργὸς ὁ βαπτισθεὶς εἰς τὴν ψυχὴν ἑνὸς λαοῦ, ἀλλὰ τὸ ἰδικόν του βάπτισμα εἶνε ἴσως τὸ ὑπέρτερον ὅλων. Οὕτω ἀπεκτήσαμεν τὸν ποιητὴν αὐτὸν τῆς λύπης, ἀλλὰ τὸν παρήγορον καὶ ἀπολυτρωτικόν. Ἡ μουσικὴ τοῦ Γκρὴγκ μοῦ φαίνεται ἐγγίζουσα τὸ ἰδεῶδες τῆς τέχνης τὸ ὁποῖον εἶνε «ἡ ἀπολύτρωσις τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς» κατὰ τὸν γνωστὸν καὶ κλασικὸν ὁρισμόν. Ἐμφυσημένη ἀπὸ τὸ μακάριον λαϊκὸν πνεῦμα, ἔρχεται καὶ παρηγορεῖ τὸν ἄνθρωπον, ὡς εὐσπλαγχνικὴ καὶ καταδεκτικὴ θεότης.

Ψάλλει τὸν ἐνδομυχώτερον τῶν παλμῶν μας, λαλεῖ τὸν βαθύτερον πόνον μας, εἰσδύει εἰς τὰ βάθη τοῦ ἀνθρωπίνου ὀνείρου. Ἐξωραΐζει τόν πόνον, καὶ μᾶς παρουσιάζει τὴν θλίψιν στεφανωμένην μὲ ἄνθη. Εἰς τὰ «λυρικά» του ἀκούω τὸν Βερλαὶν λυπημένον, ἀλλ’ ἀκούω τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ τὸ ἀγόγγυστον τῶν στίχων τοῦ Μωρεὰς, ἀποθεώνοντος τὴν λύπην. Ἡ μουσικὴ τοῦ Γκρὴγκ μᾶς ὁμιλεῖ ἐμπιστευτικὰ, μᾶς παρηγορεῖ, καὶ μᾶς ὑπόσχεται. Κατορθώνει τὸ μέγιστον θαῦμα τῆς τέχνης.

Ὁ Γκρὴγκ ἠγάπησε τὸν ἄνθρωπον. Γοητεῖαι καθὼς ἡ ἰδική του ὑπενθυμίζουν ἐκείνην τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ἄνθρωποι καθὼς αὐτός, τόσον βαλσαμώσαντες καὶ ἀποθεώσαντες τὸν ἀνθρώπινον πόνον, δημιουργοὶ τέχνης τόσον ἀλτρουϊστικῆς, εἶνε μία ἔνδοξος ἐνθύμισις τοῦ Ναζωραίου ἐπὶ τῆς γῆς. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον αἰσθάνομαι τὸν μεγάλον γόητα τῆς Νορβηγίας ὁ ὁποῖος δὲν ὑπάρχει πλέον.

ΣΠΥΡΟΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ. — Ὁ κ. Γ. Ξενόπουλος ἔγραψεν εἰς τὸ «Νέον Ἄστυ» περὶ τοῦ ποιητοῦ κ. Σπύρου Ματσούκα τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικά:

«Φεύγει διὰ τὸ στρατόπεδον τῶν ἐφέδρων νὰ μοιράσῃ τὰ φλογερὰ καὶ ἐμπνευσμένα τραγούδιά του τὰ ὁποῖα τὸ ὑπουργεῖον τῶν Στρατιωτικῶν ἐξετύπωσεν εἰς τριάκοντα χιλιάδας ἀντίτυπα. Ἡ ἰσχυρὰ καὶ παλλομένη φωνή τοῦ ἐθνικοῦ ποιητοῦ θὰ συγκινήσῃ, θὰ ἐνθουσιάσῃ, θὰ χαρίσῃ εἰς τὰς καρδίας ὡραίους παλμοὺς καὶ εἰς τὰ μάτια ὡραῖα δάκρυα.

Τὶ θαυμασία ἀποστολὴ δι’ ἕνα ποιητὴν καὶ δι’ ἕνα πατριώτην. Ἂν εἰς τὴν πεζότητα τῶν ἡμερῶν μας, ἡ ὁποία καταθλίβει καὶ ναρκώνει ὅλα τὰ ἰδανικὰ, θαυμάζω ἄνθρωπον διὰ τὸ ἀκοίμητον ἰδανικόν του, εἶνε ὁ Ματσούκας αὐτὸς, ὁ ὁποῖος ἀφιέρωσε τὴν ζωήν του εἰς τὴν πατριωτικήν του λύραν, εἰς τὸν στόλον, εἰς τὸν στρατόν, εἰς τὴν σημαίαν, εἰς τὴν πατρίδα. Τὶ εἶνε μερικαὶ ἑκατοντάδες ἔστω χιλιάδων δραχμῶν, τὰς ὁποίας ὡς ἀπόστολος ἐσύναξεν ὑπὲρ τοῦ στόλου, ἀπέναντι τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, τὸν ὁποῖον ἐνέπνευσεν ἀπὸ ἄκρου εἰς ἄκρον τοῦ Ἑλληνισμοῦ; Καὶ πάλιν τί εἶνε ὁ ἐνθουσιασμὸς αὐτός, ὁ διαμοιρασμένος εἰς μυριάδας στηθῶν, ἀπέναντι τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, τὸν ὁποῖον ἐγκλείει ὁλοκληρωτικὸν ἀκόμη καὶ θαυματουργόν, εἰς τὴν ψυχήν του ὁ μέγας πατριώτης!

Δι’ αὐτό, μόνον δι’ αὐτὸ τὸν θαυμάζω. Πῶς κατώρθωσε τόσα χρόνια τώρα, νὰ διατηρήσῃ τὸ νεανικὸν ἰδανικόν του ἀμόλυντον ἀπὸ κάθε ἀποθάρρυνσιν, ἀπὸ κάθε ἀπογοήτευσιν. Ἀπὸ ποῦ ἤντλησεν ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὁ ζῶν μέσα εἰς τὴν κοινὴν ἀδιαφορίαν, τόσην ψυχικὴν δύναμιν, ὥστε νὰ πιστεύῃ ἀκόμη, νὰ ἐλπίζῃ καὶ νὰ ἐνεργῇ, δι’ ὅ, τι τόσοι ἄλλοι, καὶ τόσον γλήγορα ἔχασαν τὴν πίστιν των, τὴν ἐλπίδα των καὶ τὴν δραστηριότητά των; Πῶς ὁ Ματσούκας αὐτὸς κἄτι κάμνει ἀκόμη—καὶ κάμνει πολὺ—ἐκεῖ ὅπου οἱ ἄλλοι δὲν κάμνουν τίποτε;

Δὲν ἠξεύρω ἂν ὁ Ματσούκας εἶνε ὁ εὐνοούμενος τῆς Τέχνης. Ἀλλ’ εἶνε ὁ εὐνοούμενος τῆς Πατρίδος. Καὶ αὐτὸ μόνον θέλει, καὶ αὐτὸ τοῦ ἀρκεῖ. Ἐθνικὸς ποιητὴς δὲν σημαίνει πάντοτε ποιητὴς μεγάλος. Ἀλλὰ σημαίνει μεγάλος πατριώτης. Καὶ ὁ Ματσούκας εἶνε. Διότι δὲν ἠμπορεῖ νὰ μὴν εἶνε. Ἂν ψεύδωνται κ’ ἐκεῖνα τὰ μάτια, ἂν πλανοῦν κ’ ἐκεῖνα τὰ λόγια, ἂν προσποιοῦνται κ’ ἐκεῖνα τὰ κινήματα, —ἒ τότε ἂς χαλάσῃ ὁ κόσμος»!

ΑΔΟΔΦΟΣ ΦΟΥΡΤΒΑΙΓΚΛΕΡ. — Μὲ τὸν θάνατον τοῦ Ἀδόλφου Φουρτβαῖγκλερ, τοῦ σοφοῦ καθηγητοῦ τῆς ἀρχαιολογίας ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ τοῦ Μονάχου, ἐσβέσθη ἀπὸ τὸ στερέωμα τοῦ ἐπιστημονικοῦ κόσμου ἀστὴρ πρώτου μεγέθους. Ἡ Γερμανία ἐστερήθη μίαν ἀπὸ τὰς μεγαλητέρας δόξας της. Διότι ὁ Φουρτβαῖγκλερ ἦτο ὑψηλὴ ἐπιστημονικὴ κορυφή, φάρος τηλαυγής, ὅστις μὲ τὴν μεγάλην δύναμιν τῶν φώτων του ἔχυνεν ἄπλετον φῶς εἰς τὰ μᾶλλον ἀπόκρυφα καὶ σκοτεινὰ σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἐπιστήμης καὶ καθωδήγει τὸν κόσμον τῶν γραμμάτων εἰς νέους κόσμους εἰς νέος ἀποκαλύψεις... Διὰ τοῦτο καὶ ἡ γνώμη τοῦ ἀληθοῦς τούτου Ἄτλαντος τῆς ἀρχαιολογίας ἐθεωρεῖτο αὐθεντία. Ἀλλὰ δὲν θρηνεῖ μόνον ἡ Γερμανία διὰ τὸν σοφὸν καλλιτέχνην της, ἀλλὰ καὶ ἡ Ἑλλὰς αἰσθάνεται βαθυτάτην λύπην διὰ τὸν ἐνθουσιώδη λάτρην της, καθὼς βαθυτάτη καὶ ἄνευ ὁρίων ἦτο ἡ ἀγάπη του πρὸς τὴν γῆν τῆς Ἑλλάδος. Θαυμαστὴς τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ κόσμου, καὶ αἰσθανόμενος μὲ τὴν ποιητικὴν καὶ ἐξιδανικευμένην—ἀπὸ τῆς μελέτης τῶν μνημείων τῆς τέχνης τῆς ἐποχῆς τοῦ μεγαλειτέρου θριάμβου—ψυχήν του, ὅλην τὴν ἁρμονίαν τοῦ ὡραίου καὶ τοῦ καλοῦ ὡς κἄτι τὸ ὁποῖον—κατὰ τὸν χαρακτηρισμὸν τοῦ Ρενὰν—ὑπῆρξεν ἅπαξ μόνον, προσεπάθει νὰ μυσταγωγῇ εἰς αὐτὴν ὅλους τοὺς συγχρόνους του. Καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἔπλαττεν ἐν τῇ καλλιτεχνικῇ του ψυχῇ ὁ ἔνθερμος φιλέλλην τὸ γλυκὺ ὄνειρον νὰ ἰδῇ ὅλα τὰ ἀπαράμιλλα ἀριστουργήματα τῆς σμίλης τοῦ Φειδίου καὶ τοῦ Πραξιτέλους περισυλλεγόμενα εἰς τὰς Ἀθήνας ἱδρυομένων ἐν αὐταῖς ξένων μουσείων. Καὶ τὸ μὲν ὄνειρόν του αὐτὸ δὲν ἐπραγματοποιήθη, ἀλλ’ ἡ τελευταία του ἐπιθυμία—τελευταία αὐτὴ ἔκφανσις τῆς πρὸς τὴν γῆν Ἑλλάδος ἀγάπης του —ν’ ἀποθάνῃ καὶ νὰ ταφῇ εἰς τὸ φιλόξενον ἔδαφος τῆς Ὡραίας Ἑλλάδος καὶ νὰ σκεπασθῇ ἀπὸ τὸν γαλανὸν οὐρανόν