Σελίδα:Νέα Ζωή Τεύχος 37 (β).djvu/5

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

ἔφραξεν αὐτὸν τὸν πλατὺν, τὸν μέγαν κρουνὸν τῆς ἁρμονίας.

Ἡ μουσικὴ αὐτὴ τοῦ βορείου γίγαντος μᾶς ἔδωσε τὴν μεγάλην παρηγορίαν. Εἶνε φωνὴ τὴν ὁποίαν ἐφαίνετο ὡς νὰ ἐζήτει ἀπὸ καιρὸν ἡ ἀνθρωπότης, γνώριμος φωνὴ, ὡσεὶ νὰ μᾶς ὡμίλησε δι’ αὐτῆς ἡ εὐτυχία καὶ ἡ ἀπολύτρωσις.

Σπανίως ἠκούσθη τόσον λυπημένη μουσικὴ, καὶ ὅμως σπανίως τόσοι σταλαγμοὶ ὑπερτάτου βαλσάμου ἔπεσαν εἰς τὴν ἀνθρωπίνην λύπην. Ὑπάρχουν μεγαλοφυΐαι ποῦ ἔρχονται εἰς τὴν γῆν αὐτὴν, καθὼς ὁ Χριστός. Μᾶς παρηγοροῦν, μᾶς ὁμιλοῦν ἐμπιστευτικὰ εἰς τὴν ψυχὴν, μᾶς κερδίζουν τὴν ἐμπιστοσύνην, μᾶς ἀπολυτρώνουν. Τὸ μέγα των ἔργον εἶνε ὅτι μᾶς συνειθίζουν νὰ ὑποφέρωμεν. Νομίζεις ὅτι κλαίουν μαζί μας. Εἰς τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔφθασεν ἡ ὑπερόχως ἀλτρουϊστικὴ μουσικὴ τοῦ Ἐδουάρδου Γκρήγκ. Εἶνε ἡ παρηγορία μας. Εἶνε ἡ μυροφόρος τοῦ ἐσωτερικοῦ μας πτώματος. Μία μικρὰ ἀνάκρουσις τῶν «Λυρικῶν» του ἀπὸ κἄποιο πιάνο, μέσα εἰς τὴν σιωπὴν μιᾶς αἰθούσης, ὁμιλεῖ καλλίτερα ὅλων περὶ αὐτῆς τῆς ἀληθείας.

Ὅπως ἡ μέλισσα βυζαίνει τὸν χυμὸν τοῦ ταπεινοῦ ἄνθους διὰ νὰ εὐεργετήσῃ τὸν ἄνθρωπον ἡ μεγαλοφυΐα τοῦ Γκρὴγκ μᾶς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἀπὸ τὰ ταπεινὰ ἄνθη τοῦ ἀγροῦ, ἀφοῦ ἐπέρασε μαζύ των μυστηριώδη καὶ ὑπέροχον νύκτα ἀπολαύσεως. Μᾶς ἦλθεν ἀπὸ τὰ δημοτικὰ τραγούδια τῆς Νορβηγίας. Ὑπῆρξεν ὁ συλλέκτης των, καὶ ὑπῆρξεν ὁ ἀναδημιουργός των. Αὐτὰ τὰ ταπεινὰ κρίνα τὰ ἐνδεδυμένα δόξαν Σολομῶντος, τὰ μικρὰ τραγούδια ἑνὸς λαοῦ, ὁ μεγάλος μουσουργὸς τὰ ἀπήλαυσεν, ὅπως ἡ μέλισσα, καὶ μᾶς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον φέρων τὸν χυμόν των. Ἀνύψωσε τὸ πρωτογενὲς lead τῆς Σκανδιναυίας εἰς ὅλους τοὺς πνευματικοὺς βαθμούς. Εἰς ὅλα, του τὰ ἔργα ὑπάρχει ἕνα δημοτικὸν τραγοῦδι. Εἰς κάθε σοννάτα του, εἰς κάθε συμφωνικόν του ποίημα εἰς κάθε χορόν του, εἰς κάθε λυρικόν του καλλιτέχνημα, ὑπάρχει ἡ λαϊκὴ φωνὴ, τὸ μουρμούρισμα ἢ ὁ στεναγμὸς ἢ ἡ χαρὰ τοῦ λαϊκοῦ τραγουδιοῦ. Εἰς ὅλα του τὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἔχουν τὸ μεγαλεῖον τῆς μουσικῆς ἐπιστήμης τρέμει τὸ λαϊκὸν τραγοῦδι τῆς Νορβηγίας, τρέμει ἕνα μικρὸν ἄνθος διατηρημένον μὲ Νορβηγικὸν χῶμα μέσα εἰς ὑπέρλαμπρον βάζο.

Ὅλα του τὰ ἔργα εἶνε κατ’ οὐσίαν ἕνα lead. Καὶ χρησιμοποιῶ τὴν λέξιν ἐκτὸς παντὸς μουσικοῦ περιορισμοῦ, ἀφίνων αὐτὴν νὰ σημαίνῃ μόνον τὸ ἀνάβρυσμα τῆς δημοτικῆς ψυχῆς, ἀνεπτυγμένον εἴτε ὄχι ἀπὸ τὸν μουσουργὸν ὡς ψαλλομένη ποίησις, ἢ ὡς λαλοῦσα μουσικὴ, μὲ ὅλην του τὴν πολυμορφίαν ἣν ἔλαβεν εἰς τὸν Σοῦμαν, εἰς τὸν Σοῦβερτ, εἰς Τόσους ἄλλους, εἰς μερικὰ ἀκόμη πρελούντια τοῦ Μπάχ. Ἡ μουσικὴ τοῦ Γκρὴγκ εἶνε τὸ ταπεινὸν δημοτικὸν τραγοῦδι ἐν δόξῃ καὶ λαμπρότητι πνεύματος. Τὸ τραγουδάκι τῶν λαῶν τῆς Σκανδιναυΐας μᾶς ὁμιλεῖ μὲ τὴν μουσικὴν τοῦ Γκρὴγκ δι’ ὅλους τοὺς μεγάλους πόνους καὶ τὰ μεγάλα ὁράματα. Τὸ μικρὸν ἄνθος μᾶς ὁμιλεῖ διὰ τοὺς πόνους τῆς μεγάλης δρυός. Τόσον ὁ καλλιεργητής του ὑπῆρξεν ὑπέροχος καὶ μυστηριώδης. Ὑπάρχει εἰς τὰ συμφωνητικὰ ποιήματα καὶ τὰς σοννάτας τοῦ Γκρὴγκ ὅλη αὐτὴ ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ, ἡ φωνὴ τοῦ ἀγροῦ, ἡ φωνὴ τῆς καλύβας ἀκουομένη καθαρὰ καὶ ἐντόνως μέσα εἰς τὴν περίπλοκον ἐπιστήμην τῶν ἔργων ἐκείνων. Ἀλλὰ ὑπάρχει καθαρώτατα μέσα εἰς τὰ «λυρικὰ κομμάτια», τοῦ Γκρὴγκ, τὰ μικρὰ αὐτά ποιήματα τὰ περαστικὰ τὰ ἐφήμερα καὶ ὅμως ἀθάνατα τὰ ὁποῖα πετοῦν ὡσὰν τρελλὲς καὶ θανασίμως λυπημένες πεταλοῦδες μὲ ἐξωτικὰ καὶ ὑπέρλαμπρα πτερὰ, τριγυρίζουσαι γύρω εἰς ἄγνωστον φῶς. Μέσα εἰς αὐτὰ δοξάζεται ἡ Νορβηγικὴ ψυχή. Καθένα ἐξ αὐτῶν μᾶς φέρνει ἀπὸ μακρὰν ἕνα παράπονον, ἀπείρως βαθὺ παράπονον, τὸ ὁποῖον νομίζεις ὅτι εἶνε τὸ ἰδικόν μας. Καθένα μᾶς ὁμιλεῖ μὲ γνώριμον φωνήν. Καθένα μᾶς διηγεῖται ἕνα δρᾶμα τὸ ὁποῖον νομίζεις ὅτι ἤδη ἔχει συμβῆ εἰς τὴν ψυχὴν μας. Ἐνθυμηθῆτε τυχαίως ἕνα λυρικὸν κομμάτι τοῦ Γκρὴγκ «σ’ ἀγαπῶ». Ἀνήκει εἰς ὅλον τὸν κόσμον! Ἀνήκει εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους! Διηγεῖται εἰς κάθε ἄνθρωπον τὴν λάμψιν μιᾶς ὡραίας στιγμῆς ποῦ ᾐσθάνθη κἄποτε, ἢ τοῦ προφητεύει ἑκείνην ποῦ εἶνε, μοιραῖον νὰ αἰσθανθῇ μίαν ἡμέραν. Ἐνθυμηθῆτε τὴν «Μελαγχολίαν» του, σύνθεσιν εἰς τρεῖς μόλις γραμμάς. Εἶνε τὸ ποίημα τοῦ πόνου.

Διὰ τῶν λυρικῶν του κομματιῶν ὁ Γκρὴγκ ὁμιλεῖ ὡς μάντις ἢ ὡς τροβαδοῦρος τῶν γεγονότων τῆς ψυχῆς μας. Εἶνε ὁ Τειρεσίας της ἢ ὁ βιογράφος της. Καὶ τέλος εἶνε ὁ μάγος της, ὁ βασκανιστής της, ὁ ἐξωτικός της ἐπηρεαστής. Κἄποτε τὰ μικρὰ λυρικά του κομμάτια μᾶς πέρνουν καὶ μᾶς πηγαίνουν μέσα εἰς θρυλλικὰς χώρας, ὅπου φαντάζεσαι ὅτι ζωγραφίζουν τὸν ὕπνον βοσιλοπούλας ποῦ κοιμᾶται μέσα εἰς κρυσταλλίνους πύργους, ὅτι μουσουργοῦν τὸ λάλημα μαγεμένων πηγῶν, ὅτι βαδίζομεν ἐπάνω εἰς νεκρὸν λειβάδι ἀσφοδέλων, μέσα εἰς πένθος φοβερὸν καὶ ὑπερήφανον. Ἀλλὰ συνήθως μᾶς ὁμιλοῦν διὰ τὸ ἐσωτερικόν μας δρᾶμα... Μᾶς ὁμιλοῦν διὰ μίαν κατάστασιν ἔντρομον τῆς ψυχῆς μας, διὰ μίαν μας πτῶσιν, διὰ μίαν μας ἄδοξον ἀναρρίχησιν, διὰ μίαν μας ἀπελπισίαν, διὰ μίαν μας θλῖψιν. Διηγοῦνται τὴν θλιβεράν μας ἱστορίαν... Δὲν ὁμιλοῦν διὰ τὰς ὁμάδας, ἀλλὰ διὰ τὸ ἄτομον. Διὰ τὸν ἕνα καὶ μόνον ἄνθρωπον. Διὰ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ μόνου, διὰ τὰ ὄνειρα αὐτοῦ καὶ μόνου, διὰ τοὺς σπαραγμοὺς αὐτοῦ καὶ μόνου. Εἶνε ἡ μουσικὴ τοῦ «ἐσωτερικοῦ δράματος» τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ Γαλλικὸν lead τοῦτο ἔχει ὡς τὸν ὕψιστόν του σκοπόν. Ἀλλὰ ἐκεῖνο τοῦ Γκρὴγκ φαίνεται ὡς νὰ ἤγγισε τὴν τελειότητα.

Ἀπὸ τῆς στιγμῆς ὅπου ὁ Γκαῖτε ἔσκυψε καὶ ἤκουσε τὴν μυστηριώδη φωνὴν τῶν λαϊκῶν τραγουδιῶν τῆς Γερμανίας, ἐγράφη ἡ λυρικὴ ποίησις τοῦ Γκαῖτε. Ἀπὸ τὴν στιγμήν ὅπου ὁ Διονύσιος Σολωμὸς ἔσκυψε καὶ ἤκουσε τὴν φωνὴν τοῦ ἀγροῦ, τὰ δημοτικὰ τραγούδια τῆς Ἑλλάδος, ἐγράφησαν τὰ ποιήματα τοῦ Σολωμοῦ.

Ἐπανάληψις τῶν μεγάλων αὐτῶν ὑμεναίων, ἕνωσις μιᾶς μεγαλοφυΐας, μὲ τὴν λαϊκὴν ψυχήν, ἐναγκαλι-